3,273,757
edits
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥέω''': [[λέγω]], ἴδε ἐν λέξ. ἐρῶ.<br />Ὅμηρ., κλ.· Ἐπικ. [[ῥείω]], Ἡσίοδ. παρὰ Σερ. Οὐεργιλ. ἐν Γεωργ. 1. 245, Ἀνθ. Π. 7. 36, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ὁμήρῳ: γ΄ ἑνικ. παρατ. ἔρρει Ἰλ. Ρ. 86, Ἀττ., ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἔρρεε ἢ ῥέε· -μέλλ. ῥεύσομαι, Θέογν. 448, Εὐρ. Ἀποσπ. 388, Κράτης ἐν «Θηρίοις» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 1. 5, Ἱππ. 893Η· Δωρ. ῥευσοῦμαι, [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 23., 2. 4, 20· μεταγεν., ῥεύσω Ἀνθ. Π. 5. 125, Χρησμ. Σιβ., κτλ.· ἀόρ. ἔρρευσα Ἀριστοφ. Ἱππ. 527 (Λυρ.), Ἱππ. 515. 24, Αἰλ., κτλ.· - ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἔχουσι παθ. τύπον, ῥυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἐρρύην Θουκ. 3. 116, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 30, Πλάτ. κτλ., ὡς καὶ παρ’ Ἡροδ. 8. 138· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ῥύη Ὀδ. Γ. 455· πρκμ. ἐρρύηκα Πλάτ. Πολ. 485D, Ἰσοκρ. 159D· μεταγεν. τύποι ἔρρῡκα, ῥέρευκα παρὰ Γαλην., Ὡριγέν. - Ὡσαύτως ἀπαντᾷ ὁ μέσ. ἐνεστ. ῥέομαι ἐν Πλουτ. Κοριολ. 3, Φιλοστρ. 541, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 71, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 76· [[οὕτως]] ἐρρεῖτο Εὐρ. Ὀρχ. 71, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 76· [[οὕτως]] ἐρρεῖτο Εὐρ. Ἑλ. 1602 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν | |lstext='''ῥέω''': [[λέγω]], ἴδε ἐν λέξ. ἐρῶ.<br />Ὅμηρ., κλ.· Ἐπικ. [[ῥείω]], Ἡσίοδ. παρὰ Σερ. Οὐεργιλ. ἐν Γεωργ. 1. 245, Ἀνθ. Π. 7. 36, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ὁμήρῳ: γ΄ ἑνικ. παρατ. ἔρρει Ἰλ. Ρ. 86, Ἀττ., ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἔρρεε ἢ ῥέε· -μέλλ. ῥεύσομαι, Θέογν. 448, Εὐρ. Ἀποσπ. 388, Κράτης ἐν «Θηρίοις» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 1. 5, Ἱππ. 893Η· Δωρ. ῥευσοῦμαι, [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 23., 2. 4, 20· μεταγεν., ῥεύσω Ἀνθ. Π. 5. 125, Χρησμ. Σιβ., κτλ.· ἀόρ. ἔρρευσα Ἀριστοφ. Ἱππ. 527 (Λυρ.), Ἱππ. 515. 24, Αἰλ., κτλ.· - ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἔχουσι παθ. τύπον, ῥυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἐρρύην Θουκ. 3. 116, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 30, Πλάτ. κτλ., ὡς καὶ παρ’ Ἡροδ. 8. 138· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ῥύη Ὀδ. Γ. 455· πρκμ. ἐρρύηκα Πλάτ. Πολ. 485D, Ἰσοκρ. 159D· μεταγεν. τύποι ἔρρῡκα, ῥέρευκα παρὰ Γαλην., Ὡριγέν. - Ὡσαύτως ἀπαντᾷ ὁ μέσ. ἐνεστ. ῥέομαι ἐν Πλουτ. Κοριολ. 3, Φιλοστρ. 541, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 71, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 76· [[οὕτως]] ἐρρεῖτο Εὐρ. Ὀρχ. 71, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 76· [[οὕτως]] ἐρρεῖτο Εὐρ. Ἑλ. 1602 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν μετὰ τοῦ Elmsl. ἔρρει τὸ [[παρακέλευσμα]] κτλ.), Φιλόστρ. 371, κτλ. -Τό [[ῥῆμα]] τοῦτο, ὡς τὰ ῥήματα [[πνέω]], χέω, δὲν συναιρεῖ τὰ εη, εο, εω. (Ἐκ. τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις ῥέος, ῥέεθρον, ῥόος, ῥοή, ῥύσις, ῥυτός, ῥύαξ, ῥεῦμα, ῥεῦσις, [[ὡσαύτως]] ῥύμη, ῥυθμός· πρβλ. Σανσκρ. sru, srav-âmi (fluo), srav-as, srô-tas (flumen)· Λατ. ru-o, riv-us, ru-mis, (το Ἀγγλικὸν river παράγεται ἐκ τοῦ Γαλλ. rivière, Λατ. riparia)· Λιθ. strav-ju, strov-ê, strav-a Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΣΡΥ, ὡς φαίνεται ἐκ παραβολῆς τῶν ἀνωτέρω τύπων, τοῦ Σ ἐκλιπόντος ἐν τῇ Ἑλλ. καὶ Λατ.· - ἡ [[ῥίζα]] αὕτη [[τοὐναντίον]] ἐπετάθη τῇ παρεμβολῇ t ἐν τῷ Ἀρχ. Γερμ. stroum (stream) καὶ τῷ Λιθ. struja (fluentum), [[ὥστε]] ὁ ποταμὸς Στρυμὼν ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· - [[ὡσαύτως]] τὸ [[ὄνομα]] [[Εὐρώτας]] φαίνεται ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ρέω, ὁρμητικῶς ῥέω, [[τρέχω]], χύνομαι, συχνὸν παρ’ Ὁμ., κλ.· ἐπὶ ὕδατος, ὡς καὶ ἐπὶ αἵματος, δακρύων, ἱδρῶτος, κτλ., Ὀδ. Τ. 204, Ἰλ. Γ. 300, Ρ. 80, κτλ.· - μετὰ δοτικῆς τοῦ ῥέοντος πράγματος, πηγὴ ῥέει ὕδατι Ἰλ. Χ. 149, πρβλ. Ὀδ. Ε. 70· ῥέειν αἵματι [[γαῖα]] Ἰλ. Θ. 65, κτλ.· φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι Εὐρ. Τρῳ. 449· ῥεῖ γάλακτι [[πεδίον]] ῥεῖ δ’ οἴνῳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 142· οἴνῳ γὰρ ἅπασ’ ἔρρει [[χαράδρα]] Τηλεκλείδης ἐν «Αμφικτύοσι» 1. 4 (ἴδε ἐν τέλ.)· καὶ ἐν ἀσυνήθει τινὶ τύπῳ μετοχ. τοῦ μέσ. ἐνεστ., ἱδρῶτι ῥεούμενοι (ἀντὶ ῥεόμενοι, ἐσχηματίσθη δὲ κατὰ τὸ μαχεούμενοι) Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140 πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν Εὐρ. Τρῳ. 995· φόνῳ [[ναῦς]] ἔρρει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1602 (ἴδε ἀνωτ.)· οὕτω μεταφορ., πολλῷ ῥ. ἐπαίνῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· - σπανίως μετ’ αἰτ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2)· - [[ἐνίοτε]] μετ’ ὀνομ., [[Ζεὺς]] χρυσὸς ῥυεὶς Ἰσοκρ. 217D. πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 33. β) ἡ μεθ’ Ὅμηρον [[φράσις]] εἰς δήλωσιν μεγάλου ποταμοῦ [[εἶναι]]: [[μέγας]] ῥεῖ, μεγάλοι ῥέουσι Ἡρόδ. 2. 25· [[μέγας]] ἐρρύη ὁ αὐτ. 8. 138, πρβλ. Θουκ. 2. 5· ῥ. οὐδὲν ἕσσον ἢ νῦν ὁ αὐτ. 7. 129· οὕτω καὶ, πολὺς ῥεῖ, μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς Αἰσχύλ. Θήβ. 80· [[Κύπρις]] ἢν πολλὴ ῥυῇ Εὐρ. Ἱππ. 443 (πρβλ. κατωτ. 2)· ῥ. μου τὸ [[δάκρυον]] πολὺ Ἀριστοφ. Λυσ. 1034· οὕτω καί, ἐς ἔρωτα [[ἅπας]] ῥ. Ψευδο-Φωκυλ. 180· [[ὅλος]] ἐρρύη πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην Πλουτ. Ἀλκιβ. 21. γ) ἐπὶ ποταμοῦ [[ὡσαύτως]], ῥ. ἀπὸ χιόνος, λαμβάνει τὰ ὕδατα [[αὐτοῦ]] ἐκ τηκομένης χιόνος, Ἡρόδ. 2. 22. δ) παροιμ., ἄνω ῥέειν, ῥέειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἐπὶ ἀδυνάτων γενέσθαι, Εὐρ. Ἱκέτ. 520· ἄνω ποταμῶν ἐρρύησαν οἱ… λόγοι, ἐπὶ συγκεχυμένου ἢ διεστραμμένου τρόπου τοῦ σκέπτεσθαι, Δημ. 433. 23, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 410· [[ὡσαύτως]], [[ταῦτα]] μὲν ῥείτω κατ’ [[οὖρον]] (ἴδε [[οὖρος]]) Σοφ. Τρ. 468. 2) μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ χειρῶν βέλεα [[ῥέον]], ἐκ τῶν χειρῶν των ἔρρεον, δηλ. ἐρρίπτοντο ὡς βροχὴ βέλη, Ὀλ. Μ. 159· ῥεῖ [[μάλιστα]] ὁ ἀὴρ... ἐν τοῖς ὑψηλοῖς, χύνεται, πνέει, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3 κἑξ.· φλὸξ ῥεῖσα Πλουτ. Βροῦτ. 31, οὕτω, τὴν Αἴτνην ῥυῆναι Αἰλ. παρὰ Στοβ. 79. 38· - [[μάλιστα]] ἐπὶ ῥύσεως λόγων, ἐπὶ ὁμιλίας, ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249, Ἡσ. Θ. 39, 97· ἔπε’ ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα [[αὐτόθι]] 84· ἀπολ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, εὐχερῶς κινοῦμαι, ἀπροσκτόπτως ἐνεργῶ ἐν τῇ προφορᾷ καὶ τῇ ὁμιλίᾳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 557· οὕτω, θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι καθ’ ὑμῶν Δημ. 272. 20 (πρβλ. Ὁρατ. Σατ. 1. 7, 28, salso multoque fiuenti)· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ φήμης, χάνομαι, τί [[δῆτα]] δόξης ἢ τί κληδόνος καλῆς [[μάτην]] ῥεούσης [[ὠφέλημα]] γίνεται...; Σοφ. Ο. Κ. 259. 3) [[πίπτω]], ἐπὶ τῶν τριχῶν τοῦ σώματος, τῶν δ’ ἐκ μελέων τρίχες ἔρρεον, ἃς πρὶν ἔφυσε [[φάρμακον]] οὐλόμενον, τό [[σφιν]] πόρε [[πότνια]] Κίρκη Ὀδ. Κ. 393, Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Θεόκρ. 2. 89, κτλ.· ἐπὶ ὡρίμου καρποῦ, Πολύβ. 12. 4, 14· ἐπὶ σίτου ὡριμάσαντος [[πέραν]] τοῦ δέοντος, ἤδη ῥέοντα τὸν στάχυν Βαβρ. 88 14. 4) [[καθόλου]], [[διαρρέω]], [[καταρρέω]], ῥέω, ἀπόλλυμαι, ῥεῖ πᾶν ἄδηλον Σοφ. Τρ. 698· εἰ ῥέοι τὸ [[σῶμα]] καὶ ἀπολλύοιτο Πλάτ. Φαίδων 87D· τήκεται ὁ [[λίθος]], [[ὥστε]] καὶ ῥεῖν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10. 5) ἀείποτε ῥέω καὶ μεταβάλλομαι, ἅπανθ’ ὁρῶ... ῥέοντα μεταπίπτοντά τε Κωμικ. Ἀνωνυμ. 355· ὡς ἰόντων πάντων καὶ ἀεί ῥεόντων Πλάτ. Κρατ. 439C· [[ὅθεν]], οἱ ῥέοντες ἐκαλοῦντο σκωπτικῶς οἱ ἀπὸ τοῦ Ἡρακλείτου φιλόσοφοι οἱ πρεσβεύοντες ὅτι τὰ πάντα διετέλουν ἐν διηνεκεῖ ῥοῇ καὶ μεταβολῇ, οἱ τὰ ἀκίνητα κινοῦντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, Πλάτ. Θεαίτ. 181Α, Κρατ. 402Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 1, 8, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 18., 12. 9, 21. 6) ἐπὶ προσώπων, ῥ. ἐπὶ τι, ἔχω ὁρὴν ἢ κλίσιν, [[ῥέπω]] πρὸς τι, Ἰσοκρ. 159D· εἴς τι Πλάτ. Πολ. 485D· οἱ [[ταύτῃ]] ῥυέντες [[αὐτόθι]] 495Β. 7) ἐπὶ πλοίου, «[[κάμνω]] νερά», ἀντιθέτ. τῷ στεγανὸν [[εἶναι]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 513, Παυσ. 8. 50, 7. 8) ἔχω ῥύσιν, ῥρὴν, τὰς κοιλίας τὰς ῥεούσας Διόδ. 5. 41. ΙΙ). [[λίαν]] σπανίως μεταβ., [[χύνω]], [[ἐκχέω]], ἔρρει χοὰς Εὐρ. Ἑκ. 528, Ruhnk Ep. Cr. 264, Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. 273 - Ἡ [[χρῆσις]] αὕτη διαφέρει τῆς ἑπομ., 2) μετὰ συστίχ. αἰτ., ῥείτω [[γάλα]], [[μέλι]], ἂς τρέχῃ [[γάλα]], [[μέλι]], Θεόκρ. 5. 124, 126· ποταμῷ [[οἶνον]] ῥέοντι Λουκιαν. περὶ Ἀληθ, Ἱστ. 1. 7, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, Ἑβδ. (Ἰωὴλ Γ΄, 18)· - ἡ τοιαύτη αἰτιατικὴ ἐν τῷ δοκίμῳ λόγῳ συνήθως ἐξεφέρετο κατὰ δοτ., ἴδε άνωτ. Ι. 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 551. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |