Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠφελέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠφελέω''': μέλλ. -ήσω, ἀόρ. ὠφέλησα, πρκμ. -ηκα, Εὐρ., κλπ.· ὑπερσ. ὠφελήκη Πλάτ. Ἀπολ. 31D. -Παθ., μέλλ. ὠφεληθήσομαι Ἀνδοκ. 22. 26, Ἰσαῖος 81. 22, Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 2, 20· συνηθέστερον, μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημασίας, ὠφελήσομαι Θουκ. 2. 39., 7. 67, κτλ.· - πρκμ. ὠφέλημαι Αἰσχύλου Πρ. 222, Πλάτ.· - ὑπερσ. ὠφέλητο Θουκ. 6. 60 ([[ὄφελος]]). Βοηθῶ, [[ὑποστηρίζω]], [[συντρέχω]], εἶμαι ἢ δείκνυμαι [[χρήσιμος]] ἢ [[ὠφέλιμος]] εἴς τινα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ.· ἀντίθετον τῷ [[βλάπτω]], Θουκ. 6. 14, Πλάτ. Φαίδων 107D· τῷ [[ζημιόω]], Ἰσοκρ. 117Β- Συντακτικῶς τίθεται, 1) ἀπολ., εἶμαι [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], ὠφελῶ, τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα Αἰσχύλ. Πρ. 44, Σοφ. Ἀποσπ. 205, πρβλ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 348, Ξεν. Οἰκ. 1, 9· οὐδὲν ὠφελεῖ Θουκ. 2. 87 τὸ [[πολλάκις]] ὠφελοῦν Ἰσοκρ. 166Β. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ Λατινικ. juvare, εἶμαι [[ὠφέλιμος]] εἴς τινα, ὠφελῶ αὐτόν, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Πρ. 507· τὰς ψυχὰς ὠφ. διδάσκοντες Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 3, 23, πρβλ. Πλούτ. 2. 145Β· ὠφελῶ τινα ἔς τι, ὠφελῶ τινα εἴς τι [[πρᾶγμα]], Θουκ. 4. 75· ἐπὶ τοῖς δεινοῖσιν Εὐριπ. Ἀποσπ. 85· διὰ τῶν ὤτων Πλούτ. 2. 38C· [[μετὰ]] μετοχ., αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον Εὐρ. Ἱππόλυτ. 970. 3) παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] (ἴδε Θωμᾶν Μάγιστρον 935) [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὡς τὸ Λατ. prodesse, Αἰσχύλ. Πρ. 342, Σοφ. Ἀντιγ. 560, Εὐρ. Ὀρ. 665, 680, [[Ἡρακλ]]. 681, Ἀριστοφ. Ὄρν. 420· ἀλλ’ [[ὅμως]] εὕρηται παρὰ τῷ Ἀντιφῶντι 146. 1, καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 5. 23· τὰ συνθετα [[προσωφελέω]], [[ἐπωφελέω]], [[συνωφελέω]] [[ὡσαύτως]] συντάσσονται κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. 4) ἰδιάζουσά τις [[σύνταξις]] [[μετὰ]] γεν. ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Κ. 436, οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν, [[ἔνθα]] τὸ ὠφελῶν, δύναται νὰ ἀναλυθῇ εἰς τὸ ὠφέλειαν παρέχων, δίδων βοήθειαν πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν ταύτην, ἀλλ’ ὁ Jebb παραδέχεται τὴν εὔστοχον διόρθωσιν τοῦ Παπαγεωργίου: οὐδεὶς ἔρωτ’ ἐς τόνδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν, ἴδε τὴν σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 5) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὠφέλειαν ὠφ. τινα, παρέχειν ὠφέλειαν, ὑπηρεσίαν, Πλάτ. Πολ. 519Ε, πρβλ. 346C, Εὐθύδ. 275Ε· οὕτω μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, οὐδέν τινα ὠφ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν παρέχειν εἴς τινα, Ἡρόδ. 3. 126, Εὐριπ. Ἄλκ. 875· πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα ὠφ. τινα Ἰσοκρ. 33Α, Εὐρ. Ἀνδρ. 679, 681, Θουκ. 6. 14. ΙΙ. Παθ., βοηθοῦμαι, [[λαμβάνω]] βοήθειαν, ἐπικουρίαν, συνδρομήν, [[λαμβάνω]] [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, [[πρός]] τινος, [[παρά]] τινος προσώπου ἢ πράγματος, Ἡρόδ. 2. 68· ἔκ τινος Αἰσχύλ. Προμ. 222, Ἀντιφῶν 121. 31· ἀπό τινος Θουκ. 3. 64, Ξεν. Οἰκ. 1. 15· ὑπό ἢ [[παρά]] τινος Πλάτ. Γοργ. 512Α, Ἀντεραστ. 132D· ὠφ. τοῦ νόμου, [[λαμβάνω]] ὠφέλειαν ἐκ τοῦ νόμου, Ἀντιφῶν 131. 28· τινι, διά τινος πράγματ., Θουκ. 3. 67· διά τι ὁ αὐτ. 3. 13 ὠφελεῖσθαι παρ’ ἐμοῦ, λαμβάνειν ὠφέλειάν τινα, [[κέρδος]] τι παρ’ ἐμοῦ, Ἀντιφῶν 117. 37· ἐξ ὑμετέρων Λυσί. 178. 21· ὠφελεῖσθαι [[πρός]] τι Ξεν. Κυν. 5, 27 [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχῆς, ὠφελεῖσθαι ἰδών, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς ὄψεως πράγματός τινος, Θουκ. 2. 39· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτου, οὐδὲν ὠφελουμένη Σοφ. Ἀντ. 550· πολλὰ ὠφελεῖσθαι οὐδὲν πονοῦντας Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 115.
|lstext='''ὠφελέω''': μέλλ. -ήσω, ἀόρ. ὠφέλησα, πρκμ. -ηκα, Εὐρ., κλπ.· ὑπερσ. ὠφελήκη Πλάτ. Ἀπολ. 31D. -Παθ., μέλλ. ὠφεληθήσομαι Ἀνδοκ. 22. 26, Ἰσαῖος 81. 22, Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 2, 20· συνηθέστερον, μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημασίας, ὠφελήσομαι Θουκ. 2. 39., 7. 67, κτλ.· - πρκμ. ὠφέλημαι Αἰσχύλου Πρ. 222, Πλάτ.· - ὑπερσ. ὠφέλητο Θουκ. 6. 60 ([[ὄφελος]]). Βοηθῶ, [[ὑποστηρίζω]], [[συντρέχω]], εἶμαι ἢ δείκνυμαι [[χρήσιμος]] ἢ [[ὠφέλιμος]] εἴς τινα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ.· ἀντίθετον τῷ [[βλάπτω]], Θουκ. 6. 14, Πλάτ. Φαίδων 107D· τῷ [[ζημιόω]], Ἰσοκρ. 117Β- Συντακτικῶς τίθεται, 1) ἀπολ., εἶμαι [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], ὠφελῶ, τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα Αἰσχύλ. Πρ. 44, Σοφ. Ἀποσπ. 205, πρβλ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 348, Ξεν. Οἰκ. 1, 9· οὐδὲν ὠφελεῖ Θουκ. 2. 87 τὸ [[πολλάκις]] ὠφελοῦν Ἰσοκρ. 166Β. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ Λατινικ. juvare, εἶμαι [[ὠφέλιμος]] εἴς τινα, ὠφελῶ αὐτόν, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Πρ. 507· τὰς ψυχὰς ὠφ. διδάσκοντες Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 3, 23, πρβλ. Πλούτ. 2. 145Β· ὠφελῶ τινα ἔς τι, ὠφελῶ τινα εἴς τι [[πρᾶγμα]], Θουκ. 4. 75· ἐπὶ τοῖς δεινοῖσιν Εὐριπ. Ἀποσπ. 85· διὰ τῶν ὤτων Πλούτ. 2. 38C· μετὰ μετοχ., αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον Εὐρ. Ἱππόλυτ. 970. 3) παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] (ἴδε Θωμᾶν Μάγιστρον 935) μετὰ δοτ. προσ., ὡς τὸ Λατ. prodesse, Αἰσχύλ. Πρ. 342, Σοφ. Ἀντιγ. 560, Εὐρ. Ὀρ. 665, 680, [[Ἡρακλ]]. 681, Ἀριστοφ. Ὄρν. 420· ἀλλ’ [[ὅμως]] εὕρηται παρὰ τῷ Ἀντιφῶντι 146. 1, καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 5. 23· τὰ συνθετα [[προσωφελέω]], [[ἐπωφελέω]], [[συνωφελέω]] [[ὡσαύτως]] συντάσσονται κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. 4) ἰδιάζουσά τις [[σύνταξις]] μετὰ γεν. ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Κ. 436, οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν, [[ἔνθα]] τὸ ὠφελῶν, δύναται νὰ ἀναλυθῇ εἰς τὸ ὠφέλειαν παρέχων, δίδων βοήθειαν πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν ταύτην, ἀλλ’ ὁ Jebb παραδέχεται τὴν εὔστοχον διόρθωσιν τοῦ Παπαγεωργίου: οὐδεὶς ἔρωτ’ ἐς τόνδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν, ἴδε τὴν σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 5) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὠφέλειαν ὠφ. τινα, παρέχειν ὠφέλειαν, ὑπηρεσίαν, Πλάτ. Πολ. 519Ε, πρβλ. 346C, Εὐθύδ. 275Ε· οὕτω μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, οὐδέν τινα ὠφ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν παρέχειν εἴς τινα, Ἡρόδ. 3. 126, Εὐριπ. Ἄλκ. 875· πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα ὠφ. τινα Ἰσοκρ. 33Α, Εὐρ. Ἀνδρ. 679, 681, Θουκ. 6. 14. ΙΙ. Παθ., βοηθοῦμαι, [[λαμβάνω]] βοήθειαν, ἐπικουρίαν, συνδρομήν, [[λαμβάνω]] [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, [[πρός]] τινος, [[παρά]] τινος προσώπου ἢ πράγματος, Ἡρόδ. 2. 68· ἔκ τινος Αἰσχύλ. Προμ. 222, Ἀντιφῶν 121. 31· ἀπό τινος Θουκ. 3. 64, Ξεν. Οἰκ. 1. 15· ὑπό ἢ [[παρά]] τινος Πλάτ. Γοργ. 512Α, Ἀντεραστ. 132D· ὠφ. τοῦ νόμου, [[λαμβάνω]] ὠφέλειαν ἐκ τοῦ νόμου, Ἀντιφῶν 131. 28· τινι, διά τινος πράγματ., Θουκ. 3. 67· διά τι ὁ αὐτ. 3. 13 ὠφελεῖσθαι παρ’ ἐμοῦ, λαμβάνειν ὠφέλειάν τινα, [[κέρδος]] τι παρ’ ἐμοῦ, Ἀντιφῶν 117. 37· ἐξ ὑμετέρων Λυσί. 178. 21· ὠφελεῖσθαι [[πρός]] τι Ξεν. Κυν. 5, 27 [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχῆς, ὠφελεῖσθαι ἰδών, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς ὄψεως πράγματός τινος, Θουκ. 2. 39· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτου, οὐδὲν ὠφελουμένη Σοφ. Ἀντ. 550· πολλὰ ὠφελεῖσθαι οὐδὲν πονοῦντας Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 115.
}}
}}
{{bailly
{{bailly