3,277,637
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεύθῡνος''': -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, [[ὑπόλογος]], [[ὑπεύθυνος]] [[ἀρχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μουναρχίη, Ἡρόδ. 3. 80· τραχὺς [[μόναρχος]], οὐδ’ ὑπ. κρατεῖ Αἰσχύλ. Προμ. 324· οὐχ [[ὑπεύθυνος]] πόλει ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 213, πρβλ. Χο. 715· ἄλλως τε καὶ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν, ἄλλως τε [[ἡμεῖς]] οἱ συμβουλεύοντες εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἐν ᾧ ὑμεῖς οἱ ἀκούοντες εἶσθε ἀνεύθυνοι ([[διότι]] οἱ συμβουλεύοντές τι δημοσίως τὸν δῆμον ἦσαν ὑπεύθυνοι), Θουκ. 3. 43· οἱ ὑπεύθυνοι, ἐν Ἀθήναις οἱ ἄρχοντες, οἵτινες ἀποτιθέμενοι τὴν ἀρχὴν ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ παραδίδωσι λογαριασμὸν εἰς τοὺς δημοσίους ἐλεγκτὰς (τοὺς λογιστάς), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259, Σφ. 102, Ἀντιφῶν 146. 23, κλπ.· ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ γεγένηνται, ὑπεύθυνοί εἰσιν Ἀνδοκ. 33. 13· ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑπ. χορῶν, πρὸς τοὺς θεατάς, οἵτινες ἦσαν οἱ ἐλεγκταὶ καὶ κριταὶ τῆς δραματικῆς παραστάσεως, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 30. 2) | |lstext='''ὑπεύθῡνος''': -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, [[ὑπόλογος]], [[ὑπεύθυνος]] [[ἀρχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μουναρχίη, Ἡρόδ. 3. 80· τραχὺς [[μόναρχος]], οὐδ’ ὑπ. κρατεῖ Αἰσχύλ. Προμ. 324· οὐχ [[ὑπεύθυνος]] πόλει ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 213, πρβλ. Χο. 715· ἄλλως τε καὶ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν, ἄλλως τε [[ἡμεῖς]] οἱ συμβουλεύοντες εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἐν ᾧ ὑμεῖς οἱ ἀκούοντες εἶσθε ἀνεύθυνοι ([[διότι]] οἱ συμβουλεύοντές τι δημοσίως τὸν δῆμον ἦσαν ὑπεύθυνοι), Θουκ. 3. 43· οἱ ὑπεύθυνοι, ἐν Ἀθήναις οἱ ἄρχοντες, οἵτινες ἀποτιθέμενοι τὴν ἀρχὴν ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ παραδίδωσι λογαριασμὸν εἰς τοὺς δημοσίους ἐλεγκτὰς (τοὺς λογιστάς), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259, Σφ. 102, Ἀντιφῶν 146. 23, κλπ.· ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ γεγένηνται, ὑπεύθυνοί εἰσιν Ἀνδοκ. 33. 13· ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑπ. χορῶν, πρὸς τοὺς θεατάς, οἵτινες ἦσαν οἱ ἐλεγκταὶ καὶ κριταὶ τῆς δραματικῆς παραστάσεως, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 30. 2) μετὰ γεν., ὁ ὀφείλων εὐθύνας διά τι, [[ὑπόλογος]], ὑπ. ἀρχῆς ἑτέρας παρὰ Δημ. 747. 1· προκλήσεως ὁ αὐτ. 1114. 21· - [[οὕτως]] ἐπὶ δούλων, [[σῶμα]] ὑπ. ἀδικημάτων, τὸ σῶμά των [[εἶναι]] ὑπεύθυνον διὰ τὰς κακάς των πράξεις, δηλ. τιμωρεῖται τὸ σῶμά των δι’ αὐτάς, ὁ αὐτ. 610. 5· τῆς ἀγνοίας ὑπ., λογιζόμενος [[ὑπεύθυνος]] διὰ τὴν ἄγνοιαν, ὁ αὐτ. 293 ἐν τέλ.· τῆς φωνῆς Λουκ. π. Ὀρχ. 27. 3) [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ὑπ. κινδύνῳ, ὑπ. τιμωρίᾳ Λυκοῦργ. 166. 17., 169. 8· - ἀλλὰ μετὰ δοτ. προσώπου, [[ὑπεύθυνος]], Λατ. obnoxius, ὑπ. ὢν οὐδενὶ Δημ. 306. 4· διδόναι αὑτὸν ὑπ. τῇ τύχῃ ὁ αὐτ. 291. 19, πρβλ. Αἰσχίν. 51. 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Γ΄, 139. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο/ [[ὑπεύθυνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει την [[ευθύνη]] για [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «ο [[κύριος]] [[υπεύθυνος]] της οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας [[ὑπεύθυνος]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «προσκλήσεώς ἐστιν [[ὑπεύθυνος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ευθύνη]], από τον οποίο [[είναι]] δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, [[υπόλογος]] (α. «ο [[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» β. «τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπευθυνο</i>(<i>ν</i>)<br />το να έχει [[κανείς]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]] ή το να [[είναι]] [[υπεύθυνος]], να έχει [[επίγνωση]] τών ευθυνών του, η [[υπευθυνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέχεται με την [[ευθύνη]] κάποιου, για τον οποίο εγγυάται [[κάποιος]] («υπεύθυνη [[δήλωση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται με [[υπευθυνότητα]], που ενεργεί με [[αίσθημα]] ευθύνης και σοβαρότητας («[[είναι]] [[υπεύθυνος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> [[προϊστάμενος]] («[[υπεύθυνος]] του τμήματος πωλήσεων»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αστικώς [[υπεύθυνος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατά]] νόμο [[υπόχρεος]] σε [[αποζημίωση]] του πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου του οποίου την αστική [[ευθύνη]] φέρει ο πολιτικώς [[εναγόμενος]] ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]] («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[ένοχος]] ενώπιον του θεού, [[αμαρτωλός]] ( | |mltxt=-η, -ο/ [[ὑπεύθυνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει την [[ευθύνη]] για [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «ο [[κύριος]] [[υπεύθυνος]] της οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας [[ὑπεύθυνος]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «προσκλήσεώς ἐστιν [[ὑπεύθυνος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ευθύνη]], από τον οποίο [[είναι]] δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, [[υπόλογος]] (α. «ο [[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» β. «τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπευθυνο</i>(<i>ν</i>)<br />το να έχει [[κανείς]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]] ή το να [[είναι]] [[υπεύθυνος]], να έχει [[επίγνωση]] τών ευθυνών του, η [[υπευθυνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέχεται με την [[ευθύνη]] κάποιου, για τον οποίο εγγυάται [[κάποιος]] («υπεύθυνη [[δήλωση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται με [[υπευθυνότητα]], που ενεργεί με [[αίσθημα]] ευθύνης και σοβαρότητας («[[είναι]] [[υπεύθυνος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> [[προϊστάμενος]] («[[υπεύθυνος]] του τμήματος πωλήσεων»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αστικώς [[υπεύθυνος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατά]] νόμο [[υπόχρεος]] σε [[αποζημίωση]] του πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου του οποίου την αστική [[ευθύνη]] φέρει ο πολιτικώς [[εναγόμενος]] ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]] («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[ένοχος]] ενώπιον του θεού, [[αμαρτωλός]] («μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ [[ἀνεύθυνος]]», Επιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑπεύθυνοι</i><br />(στην αρχ. Αθήνα) οι άρχοντες οι οποίοι [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν στους <i>ευθυνους</i> ή στους <i>λογιστάς</i>·β) οι υπήκοοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λογισταὶ ὑπευθύνων χορῶν» — οι θεατές στους οποίους είχε ανατεθεί ο [[έλεγχος]] και η [[κρίση]] θεατρικής παράστασης <b>(Εύπ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπευθύνως]] / <i>ὑπευθύνως</i> ΝΑ, και <i>υπεύθυνα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[υπευθυνότητα]], με [[αίσθημα]] ευθύνης («ασκεί υπεύθυνα τα καθήκοντά του»)<br /><b>2.</b> με [[βεβαιότητα]], εγγυημένα («σέ [[βεβαιώνω]] υπεύθυνα»)<br /><b>αρχ.</b><br />με το να υπόκειται [[κανείς]] σε [[λογοδοσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[εύθυνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εὐθύνη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-[[εύθυνος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |