Anonymous

ὑπεύθυνος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypeythynos
|Transliteration C=ypeythynos
|Beta Code=u(peu/qunos
|Beta Code=u(peu/qunos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[liable to give account for]] one's [[administration]] of an office, [[responsible]], <b class="b3">ὑ. ἀρχή</b>, opp.[[μουναρχίη]], <span class="bibl">Hdt.3.80</span>; τραχὺς μόναρχος, οὐδ' ὑ. κρατεῖ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>326</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>715</span>; οὐχ ὑπεύθυνος πόλει <span class="bibl">Id.<span class="title">Pers.</span>213</span>; <b class="b3">ὑ. τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν</b> we who advise are [[responsible]], while you who hear are irresponsible, <span class="bibl">Th. 3.43</span>; <b class="b3">οἱ ὑ</b>., at Athens, magistrates who, on quitting office, [[had to give an account]] of their administration to examiners (εὔθυνοι) and (if they had handled public funds) to auditors (λογισταί), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span> 259</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>102</span>, <span class="bibl">Antipho 6.43</span>, etc.; ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ πόλει γεγένηνται, ὑ. εἰσιν <span class="bibl">And.4.30</span>; <b class="b3">ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑ. χορῶν</b>, addressed to the spectators, who were 'auditors' and judges of the performance, <span class="bibl">Eup.223</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen., [[under liability for]], [[answerable for]], <b class="b3">ὑ. ἑτέρας ἀρχῆς</b> Jusj. ap. <span class="bibl">D.24.150</span>; προκλήσεως <span class="bibl">Id.45.43</span>; of slaves, <b class="b3">σῶμα ὑ. ἀδικημάτων</b> their body is [[liable for]] their misdeeds, i.e. they [[must pay for]] them with their body, <span class="bibl">Id.22.55</span>; <b class="b3">τῆς ἀγνοίας ὑ</b>. [[held responsible for]] it, <span class="bibl">Id.18.196</span>; τῆς φωνῆς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> c. dat., <b class="b3">ὑ. κινδύνῳ, ὑ. τιμωρίᾳ</b>, <span class="bibl">Lycurg.129</span>,<span class="bibl">148</span>, cf. <span class="title">BCH</span>17.242 (Phrygia): c. dat. pers., [[responsible to]] another, [[dependent on]] him, ὑ. ὢν οὐδενί <span class="bibl">D.18.235</span>; <b class="b3">διδόναι ἑαυτὸν ὑ. τῇ τύχῃ</b>, etc., ib.189, cf. <span class="bibl">Aeschin.2.170</span>; τῇ γνώμῃ τῶν πολλῶν Phld.<span class="title">Ind.Sto.</span>21. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -νως <span class="bibl">Poll.3.139</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[liable to give account for]] one's [[administration]] of an [[office]], [[responsible]], <b class="b3">ὑ. ἀρχή</b>, opp. [[μουναρχίη]], <span class="bibl">Hdt.3.80</span>; τραχὺς μόναρχος, οὐδ' ὑ. κρατεῖ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>326</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>715</span>; οὐχ ὑπεύθυνος πόλει <span class="bibl">Id.<span class="title">Pers.</span>213</span>; <b class="b3">ὑ. τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν</b> we who advise are [[responsible]], while you who hear are irresponsible, <span class="bibl">Th. 3.43</span>; <b class="b3">οἱ ὑ</b>., at Athens, [[magistrate]]s who, on [[quit]]ting [[office]], had to [[give an account]] of their [[administration]] to [[examiner]]s ([[εὔθυνος|εὔθυνοι]]) and (if they had handled public funds) to [[auditor]]s ([[λογιστής|λογισταί]]), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span> 259</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>102</span>, <span class="bibl">Antipho 6.43</span>, etc.; ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ πόλει γεγένηνται, ὑ. εἰσιν <span class="bibl">And.4.30</span>; <b class="b3">ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑ. χορῶν</b>, addressed to the [[spectator]]s, who were '[[auditor]]s' and judges of the [[performance]], <span class="bibl">Eup.223</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen., [[under liability for]], [[answerable for]], <b class="b3">ὑ. ἑτέρας ἀρχῆς</b> Jusj. ap. <span class="bibl">D.24.150</span>; προκλήσεως <span class="bibl">Id.45.43</span>; of slaves, <b class="b3">σῶμα ὑ. ἀδικημάτων</b> their body is [[liable for]] their [[misdeed]]s, i.e. they [[must pay for]] them with their [[body]], <span class="bibl">Id.22.55</span>; <b class="b3">τῆς ἀγνοίας ὑ</b>. [[held responsible for]] it, <span class="bibl">Id.18.196</span>; τῆς φωνῆς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> c. dat., <b class="b3">ὑ. κινδύνῳ, ὑ. τιμωρίᾳ</b>, <span class="bibl">Lycurg.129</span>,<span class="bibl">148</span>, cf. <span class="title">BCH</span>17.242 (Phrygia): c. dat. pers., [[responsible to]] another, [[dependent on]] him, ὑ. ὢν οὐδενί <span class="bibl">D.18.235</span>; <b class="b3">διδόναι ἑαυτὸν ὑ. τῇ τύχῃ</b>, etc., ib.189, cf. <span class="bibl">Aeschin.2.170</span>; τῇ γνώμῃ τῶν πολλῶν Phld.<span class="title">Ind.Sto.</span>21. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. [[ὑπευθύνως]] = [[responsibly]] <span class="bibl">Poll.3.139</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο/ [[ὑπεύθυνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει την [[ευθύνη]] για [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «ο [[κύριος]] [[υπεύθυνος]] της οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας [[ὑπεύθυνος]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «προσκλήσεώς ἐστιν [[ὑπεύθυνος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ευθύνη]], από τον οποίο [[είναι]] δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, [[υπόλογος]] (α. «ο [[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» β. «τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπευθυνο</i>(<i>ν</i>)<br />το να έχει [[κανείς]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]] ή το να [[είναι]] [[υπεύθυνος]], να έχει [[επίγνωση]] τών ευθυνών του, η [[υπευθυνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέχεται με την [[ευθύνη]] κάποιου, για τον οποίο εγγυάται [[κάποιος]] («υπεύθυνη [[δήλωση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται με [[υπευθυνότητα]], που ενεργεί με [[αίσθημα]] ευθύνης και σοβαρότητας («[[είναι]] [[υπεύθυνος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> [[προϊστάμενος]] («[[υπεύθυνος]] του τμήματος πωλήσεων»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αστικώς [[υπεύθυνος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατά]] νόμο [[υπόχρεος]] σε [[αποζημίωση]] του πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου του οποίου την αστική [[ευθύνη]] φέρει ο πολιτικώς [[εναγόμενος]] ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]] («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[ένοχος]] ενώπιον του θεού, [[αμαρτωλός]] («μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ [[ἀνεύθυνος]]», Επιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑπεύθυνοι</i><br />(στην αρχ. Αθήνα) οι άρχοντες οι οποίοι [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν στους <i>ευθυνους</i> ή στους <i>λογιστάς</i>·β) οι υπήκοοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λογισταὶ ὑπευθύνων χορῶν» — οι θεατές στους οποίους είχε ανατεθεί ο [[έλεγχος]] και η [[κρίση]] θεατρικής παράστασης <b>(Εύπ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπευθύνως]] / <i>ὑπευθύνως</i> ΝΑ, και <i>υπεύθυνα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[υπευθυνότητα]], με [[αίσθημα]] ευθύνης («ασκεί υπεύθυνα τα καθήκοντά του»)<br /><b>2.</b> με [[βεβαιότητα]], εγγυημένα («σέ [[βεβαιώνω]] υπεύθυνα»)<br /><b>αρχ.</b><br />με το να υπόκειται [[κανείς]] σε [[λογοδοσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[εύθυνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εὐθύνη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-[[εύθυνος]]].
|mltxt=-η, -ο/ [[ὑπεύθυνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει την [[ευθύνη]] για [[κάτι]], [[υπαίτιος]] (α. «ο [[κύριος]] [[υπεύθυνος]] της οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας [[ὑπεύθυνος]]», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «προσκλήσεώς ἐστιν [[ὑπεύθυνος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ευθύνη]], από τον οποίο [[είναι]] δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες, [[υπόλογος]] (α. «ο [[υπεύθυνος]] [[εκδότης]]» β. «τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπευθυνο</i>(<i>ν</i>)<br />το να έχει [[κανείς]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]] ή το να [[είναι]] [[υπεύθυνος]], να έχει [[επίγνωση]] τών ευθυνών του, η [[υπευθυνότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέχεται με την [[ευθύνη]] κάποιου, για τον οποίο εγγυάται [[κάποιος]] («υπεύθυνη [[δήλωση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται με [[υπευθυνότητα]], που ενεργεί με [[αίσθημα]] ευθύνης και σοβαρότητας («[[είναι]] [[υπεύθυνος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> [[προϊστάμενος]] («[[υπεύθυνος]] του τμήματος πωλήσεων»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αστικώς [[υπεύθυνος]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατά]] νόμο [[υπόχρεος]] σε [[αποζημίωση]] του πολιτικού ενάγοντα, εξαιτίας παράνομης και ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης προσώπου του οποίου την αστική [[ευθύνη]] φέρει ο πολιτικώς [[εναγόμενος]] ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]] («τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ὑπεύθυνον λαβὼν τῇ ἁμαρτίᾳ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[ένοχος]] ενώπιον του θεού, [[αμαρτωλός]] («μετὰ τῶν ὑπευθύνων ὁ [[ἀνεύθυνος]]», Επιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑπεύθυνοι</i><br />(στην αρχ. Αθήνα) οι άρχοντες οι οποίοι [[μετά]] τη [[λήξη]] της θητείας τους ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν στους <i>ευθυνους</i> ή στους <i>λογιστάς</i>·β) οι υπήκοοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λογισταὶ ὑπευθύνων χορῶν» — οι θεατές στους οποίους είχε ανατεθεί ο [[έλεγχος]] και η [[κρίση]] θεατρικής παράστασης <b>(Εύπ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπευθύνως]] / <i>ὑπευθύνως</i> ΝΑ, και <i>υπεύθυνα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[υπευθυνότητα]], με [[αίσθημα]] ευθύνης («ασκεί υπεύθυνα τα καθήκοντά του»)<br /><b>2.</b> με [[βεβαιότητα]], εγγυημένα («σέ [[βεβαιώνω]] υπεύθυνα»)<br /><b>αρχ.</b><br />με το να υπόκειται [[κανείς]] σε [[λογοδοσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[εύθυνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>εὐθύνη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-[[εύθυνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm