3,273,006
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - " ;" to ";") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peina | |Transliteration C=peina | ||
|Beta Code=pei/na | |Beta Code=pei/na | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[πίννα]] ; cf. [[πινώτιον]].</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[πίννα]]; cf. [[πινώτιον]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η / πεῖνα και ιων. τ. [[πείνη]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ισχυρή [[επιθυμία]] για [[τροφή]], [[μεγάλη]] όρεξη για [[τροφή]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> γενική [[έλλειψη]] τροφίμων, [[λιμός]], [[σιτοδεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κέντρο]] πείνας»<br /><b>ανατ.</b> [[περιοχή]] του εγκεφάλου που πιστεύεται ότι ρυθμίζει το [[αίσθημα]] της πείνας<br />β) «οιδήματα πείνας»<br /><b>ιατρ.</b> [[πρήξιμο]] που προκαλείται [[ιδίως]] στα πόδια από τη μακροχρόνια [[στέρηση]] τροφής και [[κυρίως]] λευκωμάτων και παρατηρείται σε υποσιτιζόμενους λαούς τών χωρών του τρίτου κόσμου, [[φαινόμενο]] που παρατηρήθηκε στην [[Ελλάδα]] σε [[μεγάλη]] [[έκταση]] τον χειμώνα του 1941-1942 [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της εχθρικής κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα<br />γ) «[[απεργία]] πείνας» — η [[άρνηση]] λήψεως τροφής από [[άτομο]] ή [[σύνολο]] με σκοπό να εκφράσουν [[διαμαρτυρία]] ή να επιτύχουν την [[ικανοποίηση]] τών αιτημάτων τους<br />δ) «[[ψοφάω]] (ή [[πεθαίνω]]) της πείνας» ή «δεν σέ [[βλέπω]] από την [[πείνα]]» — [[είμαι]] τόσο εξαντλημένος από την [[πείνα]] ώστε δεν λειτουργούν τα αισθητήριά μου, δεν [[αντέχω]] [[πλέον]]<br />ε) «βρομούν τα χνότα του από την [[πείνα]]» — [[είναι]] εντελώς πεινασμένος, [[είναι]] [[πάμπτωχος]], δεν έχει να φάει<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «η [[πείνα]] [[κάστρα]] καταλεί και χώρες παραδίνει» — αυτοί που στερούνται τών στοιχειωδών μέσων ζωής χάνουν [[μαζί]] με το ηθικό και τη [[δύναμη]] της υλικής αντοχής και αντίστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[ακατανίκητος]] [[πόθος]] για [[κάτι]] («πεῖνα τοῦ μανθάνειν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι τ. [[πείνα]] / [[πείνη]], <i>πεινῆν</i> παρουσιάζουν όμοιο σχηματισμό με τα συγγενικής σημ. [[δίψα]] / <i>δίψη</i>, <i>διψῆν</i> και εμφανίζουν [[συναίρεση]] σε <i>ē</i> (-<i>ήω</i>) που φαίνεται ότι συνεχίζει [[παλιά]] θέματα σε -<i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> ομηρ. μτχ. <i>πεινᾶων</i>, <i>διψ</i><i>ā</i><i>ων</i>). Αμφίβολη φαίνεται η [[αναγωγή]] του τ. [[πείνα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pen</i>-<i>y</i><i>ā</i>) στη [[ρίζα]] του [[πένομαι]]. Αμφίβολο [[επίσης]] παραμένει αν τα ρ. <i>πεινῶ</i> και <i>διψῶ</i> [[είναι]] παράγωγα τών [[πείνα]] και [[δίψα]], αντίστοιχα, ή αν τα [[πείνα]] και [[δίψα]] αποτελούν μεταρρηματικά παράγωγα].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ Α<br />η [[πίννα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η / πεῖνα και ιων. τ. [[πείνη]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ισχυρή [[επιθυμία]] για [[τροφή]], [[μεγάλη]] όρεξη για [[τροφή]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> γενική [[έλλειψη]] τροφίμων, [[λιμός]], [[σιτοδεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κέντρο]] πείνας»<br /><b>ανατ.</b> [[περιοχή]] του εγκεφάλου που πιστεύεται ότι ρυθμίζει το [[αίσθημα]] της πείνας<br />β) «οιδήματα πείνας»<br /><b>ιατρ.</b> [[πρήξιμο]] που προκαλείται [[ιδίως]] στα πόδια από τη μακροχρόνια [[στέρηση]] τροφής και [[κυρίως]] λευκωμάτων και παρατηρείται σε υποσιτιζόμενους λαούς τών χωρών του τρίτου κόσμου, [[φαινόμενο]] που παρατηρήθηκε στην [[Ελλάδα]] σε [[μεγάλη]] [[έκταση]] τον χειμώνα του 1941-1942 [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της εχθρικής κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα<br />γ) «[[απεργία]] πείνας» — η [[άρνηση]] λήψεως τροφής από [[άτομο]] ή [[σύνολο]] με σκοπό να εκφράσουν [[διαμαρτυρία]] ή να επιτύχουν την [[ικανοποίηση]] τών αιτημάτων τους<br />δ) «[[ψοφάω]] (ή [[πεθαίνω]]) της πείνας» ή «δεν σέ [[βλέπω]] από την [[πείνα]]» — [[είμαι]] τόσο εξαντλημένος από την [[πείνα]] ώστε δεν λειτουργούν τα αισθητήριά μου, δεν [[αντέχω]] [[πλέον]]<br />ε) «βρομούν τα χνότα του από την [[πείνα]]» — [[είναι]] εντελώς πεινασμένος, [[είναι]] [[πάμπτωχος]], δεν έχει να φάει<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «η [[πείνα]] [[κάστρα]] καταλεί και χώρες παραδίνει» — αυτοί που στερούνται τών στοιχειωδών μέσων ζωής χάνουν [[μαζί]] με το ηθικό και τη [[δύναμη]] της υλικής αντοχής και αντίστασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[ακατανίκητος]] [[πόθος]] για [[κάτι]] («πεῖνα τοῦ μανθάνειν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι τ. [[πείνα]] / [[πείνη]], <i>πεινῆν</i> παρουσιάζουν όμοιο σχηματισμό με τα συγγενικής σημ. [[δίψα]] / <i>δίψη</i>, <i>διψῆν</i> και εμφανίζουν [[συναίρεση]] σε <i>ē</i> (-<i>ήω</i>) που φαίνεται ότι συνεχίζει [[παλιά]] θέματα σε -<i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> ομηρ. μτχ. <i>πεινᾶων</i>, <i>διψ</i><i>ā</i><i>ων</i>). Αμφίβολη φαίνεται η [[αναγωγή]] του τ. [[πείνα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pen</i>-<i>y</i><i>ā</i>) στη [[ρίζα]] του [[πένομαι]]. Αμφίβολο [[επίσης]] παραμένει αν τα ρ. <i>πεινῶ</i> και <i>διψῶ</i> [[είναι]] παράγωγα τών [[πείνα]] και [[δίψα]], αντίστοιχα, ή αν τα [[πείνα]] και [[δίψα]] αποτελούν μεταρρηματικά παράγωγα].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ Α<br />η [[πίννα]]. | ||
}} | }} |