Anonymous

πάπια: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(30)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της νήσσας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κοπέλα]] μικρού αναστήματος και [[ευτραφής]] η οποία βαδίζει σαν [[πάπια]]<br /><b>3.</b> ειδικό [[δοχείο]] για τη [[συλλογή]] τών απεκκρίσεων, [[ιδίως]] τών ούρων, τών ασθενών που δεν μπορούν να σηκωθούν από το [[κρεβάτι]], αλλ. [[παπίτσα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κάνει την [[πάπια]]» — προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει ή ότι δεν γνωρίζει [[τίποτε]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «με την [[απάθεια]] βράζ' η [[πάπια]]» — με την [[απάθεια]] και την [[υπομονή]] υπερνικώνται τα εμπόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πάππος]] «[[είδος]] πουλιού» αν δεν πρόκειται για [[ονοματοποιία]] από τη [[φωνή]] <i>παπαπά</i> του πουλιού].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της [[νήσσα]]ς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κοπέλα]] μικρού αναστήματος και [[ευτραφής]] η οποία βαδίζει σαν [[πάπια]]<br /><b>3.</b> ειδικό [[δοχείο]] για τη [[συλλογή]] τών απεκκρίσεων, [[ιδίως]] τών ούρων, τών ασθενών που δεν μπορούν να σηκωθούν από το [[κρεβάτι]], αλλ. [[παπίτσα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κάνει την [[πάπια]]» — προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει ή ότι δεν γνωρίζει [[τίποτε]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «με την [[απάθεια]] βράζ' η [[πάπια]]» — με την [[απάθεια]] και την [[υπομονή]] υπερνικώνται τα εμπόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πάππος]] «[[είδος]] πουλιού» αν δεν πρόκειται για [[ονοματοποιία]] από τη [[φωνή]] <i>παπαπά</i> του πουλιού].
}}
}}