Anonymous

σιλεντιάριος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και σελεντάριος Μ<br />[[αξιωματούχος]] της Αυλής στη [[Ρώμη]] και στην Κωνσταντινούπολη, επιφορτισμένος με την [[τήρηση]] της ησυχίας [[κατά]] την [[παρουσία]] του αυτοκράτορα («σιλεντιάριοι, οἱ βασιλεῑ ἐν παλατίῳ τὰ εἰς τὴν ἡσυχίαν ὑπηρετοῦντες», Προκ.). [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>silentiarius</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>silentium</i> «[[σιωπή]]»)].
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και [[σελεντάριος]] Μ<br />[[αξιωματούχος]] της Αυλής στη [[Ρώμη]] και στην [[Κωνσταντινούπολη]], επιφορτισμένος με την [[τήρηση]] της ησυχίας [[κατά]] την [[παρουσία]] του αυτοκράτορα («σιλεντιάριοι, οἱ βασιλεῑ ἐν παλατίῳ τὰ εἰς τὴν ἡσυχίαν ὑπηρετοῦντες», Προκ.). [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>silentiarius</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>silentium</i> «[[σιωπή]]»)].
}}
}}
==Wiktionary EN==
[[silentiary]]:<br>1) a person who keeps silent, especially from religious motives.<br>2) (historical) An official at any of several courts who maintained silence.
==Wikipedia EN==
[[Silentiarius]], Hellenized to silentiarios (Greek: [[σιλεντιάριος]]) and Anglicized to silentiary, was the Latin title given to a class of courtiers in the Byzantine imperial court, responsible for order and silence (Latin: silentium) in the Great Palace of Constantinople. In the middle Byzantine period (8th–11th centuries), it was transformed into an honorific court title.
==Translations==
ar: سيلنتريوس; ca: silenciari; de: Silentiarius; en: [[silentiarius]]; es: [[silenciario]]; fr: silentiaire; it: [[silenziario]]; pl: silentiarius; pt: silenciário; ru: [[силенциарий]]