Anonymous

διόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "]]del " to "]] del "
(9)
m (Text replacement - "]]del " to "]] del ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de dos ojos]]del Cíclope antes de perder uno, Porph.<i>ad Od</i>.86.12.
|dgtxt=-ον<br />[[de dos ojos]] del Cíclope antes de perder uno, Porph.<i>ad Od</i>.86.12.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο μάτια<br /><b>2.</b> «διόφθαλμη όραση» — το να βλέπει [[κανείς]] τα αντικείμενα ως απλά ενώ σχηματίζονται [[διπλά]] είδωλα στα μάτια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διόφθαλμο</i><br />[[κάθε]] οπτικό όργανο που επιτρέπει την ταυτόχρονη [[παρατήρηση]] και με τα δύο μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο μάτια<br /><b>2.</b> «διόφθαλμη όραση» — το να βλέπει [[κανείς]] τα αντικείμενα ως απλά ενώ σχηματίζονται [[διπλά]] είδωλα στα μάτια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διόφθαλμο</i><br />[[κάθε]] οπτικό όργανο που επιτρέπει την ταυτόχρονη [[παρατήρηση]] και με τα δύο μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
}}
}}