Anonymous

μολγός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 August 2021
m
Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολγός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (στη [[γλώσσα]] τών Ταραντίνων) [[σάκος]] ή [[ασκός]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> [[μοχθηρός]]<br /><b>3.</b> [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κλέπτης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μολγὸν [[γενέσθαι]] δεῑ σε» — [[πρέπει]] να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το [[τομάρι]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μολγὸν αἵνειν» — να δέρνει [[κανείς]] ασκό, <b>Αριστοφ.</b><br /><b>6.</b> (ως θηλ.) ἡ [[μολγός]]<br />η [[ακόλουθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχ. καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. <i>malaha</i>, μέσ. άνω γερμ. <i>malhe</i> «[[δερμάτινη]] [[τσάντα]]», αρχ. νορβ. <i>malr</i> «[[σάκος]]», [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>molko</i>- «[[δερμάτινος]] [[σάκος]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από την Κάτω Ιταλία ([[Τάραντας]]) και συνδέεται με γοτθ. <i>balgs</i> «[[σάκος]]», ιρλδ. <i>bolg</i>, [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>blegh</i>- «[[δέρμα]], [[μαξιλάρι]]»].
|mltxt=[[μολγός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (στη [[γλώσσα]] τών Ταραντίνων) [[σάκος]] ή [[ασκός]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> [[μοχθηρός]]<br /><b>3.</b> [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κλέπτης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μολγὸν [[γενέσθαι]] δεῖ σε» — [[πρέπει]] να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το [[τομάρι]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μολγὸν αἵνειν» — να δέρνει [[κανείς]] ασκό, <b>Αριστοφ.</b><br /><b>6.</b> (ως θηλ.) ἡ [[μολγός]]<br />η [[ακόλουθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχ. καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. <i>malaha</i>, μέσ. άνω γερμ. <i>malhe</i> «[[δερμάτινη]] [[τσάντα]]», αρχ. νορβ. <i>malr</i> «[[σάκος]]», [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>molko</i>- «[[δερμάτινος]] [[σάκος]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από την Κάτω Ιταλία ([[Τάραντας]]) και συνδέεται με γοτθ. <i>balgs</i> «[[σάκος]]», ιρλδ. <i>bolg</i>, [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>blegh</i>- «[[δέρμα]], [[μαξιλάρι]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru