Anonymous

βράζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "]]de " to "]] de "
mNo edit summary
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> sólo pres., para otros tiempos v. [[βράσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[hervir]]de los efluvios de fuentes termales, Call.Hist.1, τοῦ ποτοῦ ... ἤδη βράζοντος Hld.5.16.1 (cód.), cf. Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 4.5.1<br /><b class="num">•</b>[[fermentar]] νέου τοῦ οἴνου ... βράζοντος Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.104.<br /><b class="num">2</b> fig. [[gruñir]] de anim., Sch.Poll.5.88<br /><b class="num">•</b>[[gemir quedamente]] Hsch., cf. Phot.β 259.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Doblete de [[βράσσω]] q.u.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> sólo pres., para otros tiempos v. [[βράσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[hervir]] de los efluvios de fuentes termales, Call.Hist.1, τοῦ ποτοῦ ... ἤδη βράζοντος Hld.5.16.1 (cód.), cf. Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 4.5.1<br /><b class="num">•</b>[[fermentar]] νέου τοῦ οἴνου ... βράζοντος Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.104.<br /><b class="num">2</b> fig. [[gruñir]] de anim., Sch.Poll.5.88<br /><b class="num">•</b>[[gemir quedamente]] Hsch., cf. Phot.β 259.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Doblete de [[βράσσω]] q.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[βράζω]])<br />[[υποβάλλω]] [[κάτι]] σε βρασμό, το [[κάνω]] να βράσει<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[υγρό]] σε [[κατάσταση]] βρασμού<br /><b>2.</b> θερμαίνομαι πολύ<br /><b>3.</b> (για [[μέταλλο]]) πυρακτώνομαι<br /><b>4.</b> (για οίνο) [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]]<br /><b>5.</b> αναδεύομαι, αναταράσσομαι<br /><b>6.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάρχω]] σε [[αφθονία]] («ο [[κόσμος]] βράζει στην [[πλατεία]]», «το [[σπίτι]] βράζει από τις μύγες»)<br /><b>2.</b> [[ακμάζω]] («έβραζε το [[λαθρεμπόριο]]»)<br /><b>3.</b> (σε [[περίπτωση]] ναυαγίου) [[εκβράζω]]<br /><b>4.</b> (για όσπρια) [[είμαι]] [[βραστερός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «να σε βράσω» — μου είσαι [[άχρηστος]], [[αδιάφορος]]<br />β) «[[βράζω]] από το [[κακό]] μου» — [[είμαι]] έξω φρενών, [[γεμάτος]] [[οργή]]<br />γ) «βράζει το [[στήθος]] μου» — [[είμαι]] [[βαριά]] κρυολογημένος, το [[στήθος]] μου βγάζει ήχο όμοιο με του βρασμού<br />δ) «βράζει το [[αίμα]] μου» — έχω πληθωρισμό ζωτικότητας ή υγείας<br />ε) «βράζει με το [[ζουμί]] του» — κατατρύχεται από τις ίδιες του τις στενοχώριες<br />στ) «σ΄ ένα [[καζάνι]] βράζουμε όλοι» — οι τύχες όλων μας [[είναι]] κοινές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος, μτγν. τ. του [[βράσσω]] ].
|mltxt=(AM [[βράζω]])<br />[[υποβάλλω]] [[κάτι]] σε βρασμό, το [[κάνω]] να βράσει<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[μέσα]] σε [[υγρό]] σε [[κατάσταση]] βρασμού<br /><b>2.</b> θερμαίνομαι πολύ<br /><b>3.</b> (για [[μέταλλο]]) πυρακτώνομαι<br /><b>4.</b> (για οίνο) [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]]<br /><b>5.</b> αναδεύομαι, αναταράσσομαι<br /><b>6.</b> [[αγανακτώ]], οργίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάρχω]] σε [[αφθονία]] («ο [[κόσμος]] βράζει στην [[πλατεία]]», «το [[σπίτι]] βράζει από τις μύγες»)<br /><b>2.</b> [[ακμάζω]] («έβραζε το [[λαθρεμπόριο]]»)<br /><b>3.</b> (σε [[περίπτωση]] ναυαγίου) [[εκβράζω]]<br /><b>4.</b> (για όσπρια) [[είμαι]] [[βραστερός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «να σε βράσω» — μου είσαι [[άχρηστος]], [[αδιάφορος]]<br />β) «[[βράζω]] από το [[κακό]] μου» — [[είμαι]] έξω φρενών, [[γεμάτος]] [[οργή]]<br />γ) «βράζει το [[στήθος]] μου» — [[είμαι]] [[βαριά]] κρυολογημένος, το [[στήθος]] μου βγάζει ήχο όμοιο με του βρασμού<br />δ) «βράζει το [[αίμα]] μου» — έχω πληθωρισμό ζωτικότητας ή υγείας<br />ε) «βράζει με το [[ζουμί]] του» — κατατρύχεται από τις ίδιες του τις στενοχώριες<br />στ) «σ΄ ένα [[καζάνι]] βράζουμε όλοι» — οι τύχες όλων μας [[είναι]] κοινές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος, μτγν. τ. του [[βράσσω]] ].
}}
}}