Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουλυτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουλυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) <i>βουλυτόνδε</i><br />[[κατά]] το [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>βουλῡτός</i> (ενν. [[καιρός]]) (<b>Αριστοφ.</b>, μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> <i>λύω</i>, μέσω ενός επιθήματος -<i>το</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-<i>ι</i>-<i>τός</i>, <i>ακμό</i>-<i>θε</i>-<i>τον</i> κ.λπ. (για τη [[μακρότητα]] του -<i>ῡ</i>- αντι -<i>ῦ</i>- του <i>βουλῡτός</i> <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sol</i><i>ū</i><i>tus</i>). To επίρρ. <i>βουλυτόνδε</i> αποτελεί ομηρική λ.].
|mltxt=[[βουλυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) <i>βουλυτόνδε</i><br />[[κατά]] το [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>βουλῡτός</i> (ενν. [[καιρός]]) (<b>Αριστοφ.</b>, μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> <i>λύω</i>, μέσω ενός επιθήματος -<i>το</i>- [[πρβλ]]. <i>αμαξ</i>-<i>ι</i>-<i>τός</i>, <i>ακμό</i>-<i>θε</i>-<i>τον</i> κ.λπ. (για τη [[μακρότητα]] του -<i>ῡ</i>- αντι -<i>ῦ</i>- του <i>βουλῡτός</i> [[πρβλ]]. λατ. <i>sol</i><i>ū</i><i>tus</i>). To επίρρ. <i>βουλυτόνδε</i> αποτελεί ομηρική λ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm