Anonymous

βόμβα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μπόμπα]], η<br /><b>1.</b> [[κοίλο]] [[βλήμα]], το οποίο περιέχει εκρηκτικό ή εμπρηστικό υλικό [[καθώς]] και κατάλληλο μηχανισμό πυροδότησης<br /><b>2.</b> «[[βόμβα]] κοβαλτίου» — [[διάταξη]] που χρησιμοποιείται για τη [[θεραπεία]] καρκινικών όγκων<br /><b>3.</b> «ατομική [[βόμβα]]» — όπλο με [[μεγάλη]] εκρηκτική ισχύ που προέρχεται από στιγμιαία [[απελευθέρωση]] ενέργειας [[κατά]] τη [[σχάση]] του [[πυρήνα]] ορισμένων βαρέων στοιχείων<br /><b>4.</b> «[[βόμβα]] υδρογόνου» ή «υδρογονική [[βόμβα]]» — [[βόμβα]] στην οποία η στιγμιαία [[απελευθέρωση]] ενέργειας στηρίζεται σε θερμοπυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης ελαφρών στοιχείων<br /><b>5.</b> «[[βόμβα]] εμπρηστική» — [[βόμβα]] που προορίζεται να προκαλέσει [[πυρκαγιά]]<br /><b>6.</b> «[[βόμβα]] Μολότωφ» ή «[[κοκτέιλ]] Μολότωφ» — [[αυτοσχέδιος]] [[εκρηκτικός]] και [[εμπρηστικός]] [[μηχανισμός]] [[μέσα]] σε [[μπουκάλι]]<br /><b>7.</b> «[[βόμβα]] ηφαιστειακή» — αστερεοποίητο, ηφαιστειακό υλικό με διάμετρο μεγαλύτερη από 32 χιλιοστόμετρα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «μου ήρθε σαν [[μπόμπα]]» — το έμαθα [[ξαφνικά]], [[χωρίς]] να το [[περιμένω]]<br />β) «έπεσε σαν [[μπόμπα]]» ή «έσκασε σαν [[βόμβα]]» — μια [[είδηση]] έγινε γνωστή [[ξαφνικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>bomba</i><br />η [[απόδοση]] με <i>β</i>- ([[αντί]] [[μπόμπα]]) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό» — hyperurbanismus), δηλ. σε εσφαλμένη [[διόρθωση]] της φωνητικής αποδόσεως<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>μοδέρνος</i> [[αντί]] [[μοντέρνος]], <i>μοδέλο</i> [[αντί]] [[μοντέλο]] κ.λπ.].
|mltxt=και [[μπόμπα]], η<br /><b>1.</b> [[κοίλο]] [[βλήμα]], το οποίο περιέχει εκρηκτικό ή εμπρηστικό υλικό [[καθώς]] και κατάλληλο μηχανισμό πυροδότησης<br /><b>2.</b> «[[βόμβα]] κοβαλτίου» — [[διάταξη]] που χρησιμοποιείται για τη [[θεραπεία]] καρκινικών όγκων<br /><b>3.</b> «ατομική [[βόμβα]]» — όπλο με [[μεγάλη]] εκρηκτική ισχύ που προέρχεται από στιγμιαία [[απελευθέρωση]] ενέργειας [[κατά]] τη [[σχάση]] του [[πυρήνα]] ορισμένων βαρέων στοιχείων<br /><b>4.</b> «[[βόμβα]] υδρογόνου» ή «υδρογονική [[βόμβα]]» — [[βόμβα]] στην οποία η στιγμιαία [[απελευθέρωση]] ενέργειας στηρίζεται σε θερμοπυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης ελαφρών στοιχείων<br /><b>5.</b> «[[βόμβα]] εμπρηστική» — [[βόμβα]] που προορίζεται να προκαλέσει [[πυρκαγιά]]<br /><b>6.</b> «[[βόμβα]] Μολότωφ» ή «[[κοκτέιλ]] Μολότωφ» — [[αυτοσχέδιος]] [[εκρηκτικός]] και [[εμπρηστικός]] [[μηχανισμός]] [[μέσα]] σε [[μπουκάλι]]<br /><b>7.</b> «[[βόμβα]] ηφαιστειακή» — αστερεοποίητο, ηφαιστειακό υλικό με διάμετρο μεγαλύτερη από 32 χιλιοστόμετρα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «μου ήρθε σαν [[μπόμπα]]» — το έμαθα [[ξαφνικά]], [[χωρίς]] να το [[περιμένω]]<br />β) «έπεσε σαν [[μπόμπα]]» ή «έσκασε σαν [[βόμβα]]» — μια [[είδηση]] έγινε γνωστή [[ξαφνικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>bomba</i><br />η [[απόδοση]] με <i>β</i>- ([[αντί]] [[μπόμπα]]) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό» — hyperurbanismus), δηλ. σε εσφαλμένη [[διόρθωση]] της φωνητικής αποδόσεως<br />[[πρβλ]]. και <i>μοδέρνος</i> [[αντί]] [[μοντέρνος]], <i>μοδέλο</i> [[αντί]] [[μοντέλο]] κ.λπ.].
}}
}}