Anonymous

βάτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο και η και [[βάτα]], η και [[βάτο]], το (AM [[βάτος]], η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων αγκαθωτών [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] Ροδώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βάτος]] [[εκτός]] από τη γνωστή [[σημασία]] της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («[[αγκαθωτός]] [[θάμνος]]»), δήλωνε [[επιπλέον]] στους αρχαίους το [[ψάρι]] «[[σαλάχι]]». Αρχική ήταν η πρώτη [[σημασία]] της λέξεως, το δε [[σαλάχι]] ονομάστηκε [[έτσι]] εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω [[επιφάνεια]] του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο [[οποίος]] συσχετίσθηκε με τη λ. <i>μαντία</i> «[[βατόμουρο]]» (<b>Διοσκ.</b> 4, 37) [[καθώς]] και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται [[επίσης]] με το [[στοιχείο]] <i>ma</i>(<i>n</i>)<i>t</i>-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[βάτο]], <i>το</i> προήλθε από την αιτ. <i>το</i>(<i>ν</i>) [[βάτο]] του αρσ. ο [[βάτος]].<br /><b>(II)</b><br />ο (AM [[βάτος]])<br />το [[ψάρι]] [[βατίς]], [[βατί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βάτος]] (Ι)].<br /><b>(III)</b><br />[[βάτος]] και [[βάδος]], ο (Α)<br />εβραϊκό [[μέτρο]] υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. [[bath]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο και η και [[βάτα]], η και [[βάτο]], το (AM [[βάτος]], η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων αγκαθωτών [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] Ροδώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βάτος]] [[εκτός]] από τη γνωστή [[σημασία]] της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («[[αγκαθωτός]] [[θάμνος]]»), δήλωνε [[επιπλέον]] στους αρχαίους το [[ψάρι]] «[[σαλάχι]]». Αρχική ήταν η πρώτη [[σημασία]] της λέξεως, το δε [[σαλάχι]] ονομάστηκε [[έτσι]] εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω [[επιφάνεια]] του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο [[οποίος]] συσχετίσθηκε με τη λ. <i>μαντία</i> «[[βατόμουρο]]» (<b>Διοσκ.</b> 4, 37) [[καθώς]] και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται [[επίσης]] με το [[στοιχείο]] <i>ma</i>(<i>n</i>)<i>t</i>-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[βάτο]], <i>το</i> προήλθε από την αιτ. <i>το</i>(<i>ν</i>) [[βάτο]] του αρσ. ο [[βάτος]].<br /><b>(II)</b><br />ο (AM [[βάτος]])<br />το [[ψάρι]] [[βατίς]], [[βατί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βάτος]] (Ι)].<br /><b>(III)</b><br />[[βάτος]] και [[βάδος]], ο (Α)<br />εβραϊκό [[μέτρο]] υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. εβρ. [[bath]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm