Anonymous

βύσσος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βύσσος]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] κιτρινωπό [[λινάρι]], αιγυπτιακό ή [[ινδικό]]<br /><b>2.</b> πολυτελές ύφασμα ή [[ένδυμα]] από βύσσο («ἐνεδυσάμην πορφύραν καὶ βύσσον», Παλαιά Διαθήκη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαμβάκι]] ή βαμβακερό ύφασμα<br /><b>2.</b> [[μετάξι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που μέσω της Σημιτικής (<b>[[πρβλ]].</b> φοιν. <i>bs</i>, εβρ. και αραμ. <i>b</i><i>ū</i><i>s</i>) εισήλθε στην Ελληνική από το αιγυπτ. <i>w d</i>-<i>t</i> «[[είδος]] λιναριού»].
|mltxt=[[βύσσος]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] κιτρινωπό [[λινάρι]], αιγυπτιακό ή [[ινδικό]]<br /><b>2.</b> πολυτελές ύφασμα ή [[ένδυμα]] από βύσσο («ἐνεδυσάμην πορφύραν καὶ βύσσον», Παλαιά Διαθήκη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαμβάκι]] ή βαμβακερό ύφασμα<br /><b>2.</b> [[μετάξι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που μέσω της Σημιτικής ([[πρβλ]]. φοιν. <i>bs</i>, εβρ. και αραμ. <i>b</i><i>ū</i><i>s</i>) εισήλθε στην Ελληνική από το αιγυπτ. <i>w d</i>-<i>t</i> «[[είδος]] λιναριού»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm