3,274,313
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γλάμων]], -ον (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλάμων]] ([[καθώς]] και οι παράλληλοί του [[γλαμυρός]] και [[γλαμώδης]]) προήλθε από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γλάμος</i><br />[[μύξα]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>ων</i> ( | |mltxt=[[γλάμων]], -ον (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλάμων]] ([[καθώς]] και οι παράλληλοί του [[γλαμυρός]] και [[γλαμώδης]]) προήλθε από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γλάμος</i><br />[[μύξα]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[στράβων]], [[τρήρων]] <b>κ.ά.</b>). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. <i>gl</i><i>ē</i><i>mės</i>, <i>gleimės</i> «[[βλέννα]], [[φλέμα]]», αγγλ. <i>clemmy</i> «[[κολλώδης]]», αλβ. <i>ngl’οme</i> «[[υγρός]]». Το λατ. <i>glamae</i> «[[τσίμπλα]]» [[είναι]] πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |