3,274,498
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[βόσκω]])<br />Ι. 1. [[οδηγώ]] ζώα στη [[βοσκή]] και τα [[επιτηρώ]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[τρώω]] [[χορτάρι]], τρέφομαι<br /><b>3.</b> (γενικά) [[τρώω]], τρέφομαι<br /><b>4.</b> [[διατρέφω]], [[συντηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;»)<br /><b>2.</b> αφαιρούμαι, [[χαζεύω]] («πού βόσκει ο [[νους]] σου;») ΙΙ. βόσκομαι (AM βόσκομαι)<br /><b>1.</b> τρέφομαι<br /><b>2.</b> συντηρούμαι, διατηρούμαι («βόσκομαι με κούφιες ελπίδες», «βόσκομαι κούφοις πνεύμασιν» ή «... έλπίσιν»)<br />(αρχ. - μσν.) [[κατατρώγω]] καταστρέφοντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βόσκομαί τινι» ή «... [[περί]] τινι» — έχω παραδοθεί στον έρωτα κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[βόσκω]] και ο μέλλ. <i>βοσκήσω</i> μαρτυρούνται ήδη στην ομηρική [[ποίηση]], ενώ τα <i>εβοσκήθην</i>, <i>εβόσκησα</i>, <i>βεβόσκηκα</i> αποτελούν μετακλασικούς τύπους. Ο [[αρχικός]] [[φθόγγος]] β</i>- θα [[πρέπει]] να ανάγεται σε χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]], [[γεγονός]] που πιστοποιείται από τους μυκην. τύπους <i>su</i>-<i>qo</i>-<i>ta</i>-<i>o</i> =<i>συβόταο</i> ή <i>συβοτᾱων</i>, <i>qo</i>-<i>u</i>-<i>qo</i>-<i>ta</i>-=<i>βουβότᾱ</i>-. Υποστηρίζεται ότι το <i>βŏ</i>-, [[βόσκω]] ([[ασθενής]] [[βαθμίδα]]) συνδέεται ετυμολογικά με τα λιθ. <i>gaujὰ</i> «[[αγέλη]], [[κοπάδι]], [[ορδή]]» και <i>guotas</i> «[[αγέλη]], [[κοπάδι]]». Περαιτέρω ο [[συσχετισμός]] με το [[βους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w-</sup><i>ou</i>-<i>s</i>) δημιουργεί σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ότι το [[βόσκω]] δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα βόδια. Χαρακτηριστικό [[είναι]] το γενικευμένο σ' όλη την [[κλίση]] του [[βόσκω]] [[επίθημα]] -<i>σκ</i>-, η [[λειτουργία]] του οποίου συνίσταται στη [[δήλωση]] μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που αποσκοπεί σ' ένα [[τέλος]]. Ομόρριζο του [[βόσκω]] αποτελεί η λ. [[βοτάνη]], εφόσον προέρχεται <span style="color: red;"><</span> [[βοτόν]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βο</i>-, [[βόσκω]]). Εξάλλου μαρτυρούνται [[πολλά]] [[σύνθετα]] με β' συνθετικό σε -<i>βοτος</i> ( | |mltxt=(AM [[βόσκω]])<br />Ι. 1. [[οδηγώ]] ζώα στη [[βοσκή]] και τα [[επιτηρώ]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[τρώω]] [[χορτάρι]], τρέφομαι<br /><b>3.</b> (γενικά) [[τρώω]], τρέφομαι<br /><b>4.</b> [[διατρέφω]], [[συντηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;»)<br /><b>2.</b> αφαιρούμαι, [[χαζεύω]] («πού βόσκει ο [[νους]] σου;») ΙΙ. βόσκομαι (AM βόσκομαι)<br /><b>1.</b> τρέφομαι<br /><b>2.</b> συντηρούμαι, διατηρούμαι («βόσκομαι με κούφιες ελπίδες», «βόσκομαι κούφοις πνεύμασιν» ή «... έλπίσιν»)<br />(αρχ. - μσν.) [[κατατρώγω]] καταστρέφοντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βόσκομαί τινι» ή «... [[περί]] τινι» — έχω παραδοθεί στον έρωτα κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[βόσκω]] και ο μέλλ. <i>βοσκήσω</i> μαρτυρούνται ήδη στην ομηρική [[ποίηση]], ενώ τα <i>εβοσκήθην</i>, <i>εβόσκησα</i>, <i>βεβόσκηκα</i> αποτελούν μετακλασικούς τύπους. Ο [[αρχικός]] [[φθόγγος]] β</i>- θα [[πρέπει]] να ανάγεται σε χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]], [[γεγονός]] που πιστοποιείται από τους μυκην. τύπους <i>su</i>-<i>qo</i>-<i>ta</i>-<i>o</i> =<i>συβόταο</i> ή <i>συβοτᾱων</i>, <i>qo</i>-<i>u</i>-<i>qo</i>-<i>ta</i>-=<i>βουβότᾱ</i>-. Υποστηρίζεται ότι το <i>βŏ</i>-, [[βόσκω]] ([[ασθενής]] [[βαθμίδα]]) συνδέεται ετυμολογικά με τα λιθ. <i>gaujὰ</i> «[[αγέλη]], [[κοπάδι]], [[ορδή]]» και <i>guotas</i> «[[αγέλη]], [[κοπάδι]]». Περαιτέρω ο [[συσχετισμός]] με το [[βους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w-</sup><i>ou</i>-<i>s</i>) δημιουργεί σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ότι το [[βόσκω]] δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα βόδια. Χαρακτηριστικό [[είναι]] το γενικευμένο σ' όλη την [[κλίση]] του [[βόσκω]] [[επίθημα]] -<i>σκ</i>-, η [[λειτουργία]] του οποίου συνίσταται στη [[δήλωση]] μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που αποσκοπεί σ' ένα [[τέλος]]. Ομόρριζο του [[βόσκω]] αποτελεί η λ. [[βοτάνη]], εφόσον προέρχεται <span style="color: red;"><</span> [[βοτόν]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βο</i>-, [[βόσκω]]). Εξάλλου μαρτυρούνται [[πολλά]] [[σύνθετα]] με β' συνθετικό σε -<i>βοτος</i> ([[πρβλ]]. [[αιγίβοτος]], [[πολύβοτος]] και [[πολύβωτος]]), σε -[[βότης]] και -[[βώτης]] ([[πρβλ]]. [[αιγιβότης]], [[συβώτης]]). Τέλος στο ήδη ομηρ. σύνθ. <i>βωτι</i>-<i>άνειρα</i> «αυτή που τρέφει άντρες, ήρωες» απαντά ως α΄ συνθετικό το <i>βωτι</i>-, [[σχηματισμός]] [[ομοιόμορφος]] με μια αρχική [[μορφή]] συνθέσεων ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>dativ</i><i>ā</i><i>ra</i> — «αυτός που δίνει θησαυρούς».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βοσκή]], [[βόσκημα]], [[βόσκηση]] (-<i>ις</i>) - <b>αρχ.</b> [[βόσις]], [[βοσκάς]], [[βοτόν]]<br />(αρχ. -μσν.) [[βοτήρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοσκάρης]], [[βοσκάρι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό: <i>βωτι</i>-) <b>αρχ.</b> [[βωτιάνειρα]]. (Β' συνθετικό: «[[βόσκω]]) <b>αρχ.</b> [[διαβόσκω]], [[εκβόσκω]], [[καταβόσκω]] [[παραβόσκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ξενοβόσκω</i>, [[υποβόσκω]]. (Β΄ συνθετικό: -<i>βοτος</i>) <b>αρχ.</b> <i>άβοτος</i>, [[αιγίβοτος]], [[βούβοτος]], [[δαμαλήβοτος]], [[δουλόβοτος]], <i>ελεφαντόβοτος</i>, [[εύβοτος]], [[θερείβοτος]], [[θηρόβοτος]], [[ιππόβοτος]], [[ιχθύβοτος]], [[καλλίβοτος]], [[λεοντόβοτος]], [[μεγαλόβοτος]], [[μηλόβοτος]], [[μελισσόβοτος]], <i>αναγρόβοτος</i>, [[πάμβοτος]], [[πολύβοτος]] και [[πολύβωτος]]. (Β' συνθετικό: -[[βότης]] και -[[βώτης]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγροβότης]], <i>αιγοβότης</i>, [[βουβότης]], [[μηλοβότης]], [[ιπποβότης]] και <i>ιπποβώτης</i>, [[ουρεσιβώτης]], [[συβότης]] και [[συβώτης]], [[υοβότης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |