Anonymous

γάργαρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γάργαρα]], τα (Α)<br />ομάδες, παρέες ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που μαρτυρείται μόνον στους κωμικούς ή σε λεξικογράφους. Ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>ger</i>-, <i>gere</i>- «[[συνοψίζω]], [[συγκεφαλαιώνω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]]» και [[πιθανώς]] συνδέεται με τη λ. [[αγείρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>gurgul</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[σμήνος]] πουλιών», <i>gurguole</i> «[[πλήθος]]», λατ. <i>grex</i> «[[σμήνος]]» <b>κ.λπ.</b>). Τέλος πιθ. να προήλθε από παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[γαργαρίζω]].
|mltxt=[[γάργαρα]], τα (Α)<br />ομάδες, παρέες ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που μαρτυρείται μόνον στους κωμικούς ή σε λεξικογράφους. Ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>ger</i>-, <i>gere</i>- «[[συνοψίζω]], [[συγκεφαλαιώνω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]]» και [[πιθανώς]] συνδέεται με τη λ. [[αγείρω]] ([[πρβλ]]. λιθ. <i>gurgul</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[σμήνος]] πουλιών», <i>gurguole</i> «[[πλήθος]]», λατ. <i>grex</i> «[[σμήνος]]» <b>κ.λπ.</b>). Τέλος πιθ. να προήλθε από παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[γαργαρίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm