Anonymous

γλιστρώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω) (Μ γλιστρῶ, -όω και ἐγλιστρῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[παραπατώ]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] από [[γλίστρημα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ξεφεύγω]] μ' [[επιδεξιότητα]] («σε πολλές βρομοδουλειές [[είναι]] [[μέσα]], μα [[πάντα]] γλιστρά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) γλιστρώντας [[πέφτω]] [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ολισθηρός]]<br /><b>3.</b> [[ξεφεύγω]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] σε ηθικό [[παράπτωμα]] («[[έτσι]] που γλίστρησε αυτή, [[ποιός]] να τή συμμαζέψει»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «φέξε μου και γλίστρησα» — ειρωνικά για εκείνους που πολύ [[αργά]] ζητούν και παίρνουν [[βοήθεια]]<br />β) «γλιστράει η [[γλώσσα]] του» — για άνθρωπο που εύκολα εκφράζεται [[συνήθως]] για [[κακό]]<br />γ) «γλιστράει σαν [[χέλι]]» — για άνθρωπο πονηρό, που κατορθώνει να αποφεύγει τις ευθύνες τών πράξεων ή τών λόγων του<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «γλίστρησε ο [[αφέντης]], βόηθα Θε μου, γλίστρησε ο [[δούλος]], [[τύφλα]] του» — διαφορετικά αντιμετωπίζεται το [[ατύχημα]] ή το [[παράπτωμα]] του ισχυρού και του αδύνατου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εκλιστρώ]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>γ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλείφω]]-[[εκλείχω]], [[γλύω]] -[[εκλύω]]) και σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος <i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξυπνώ]] -[[ξυπνώ]]). Το ρ. [[εκλιστρώ]] <span style="color: red;"><</span> [[λίστρον]] «[[ξυστήρας]], [[γυαλιστήρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[γλιστρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλίστρα]], [[γλίστρημα]], [[γλιστριά]], [[γλιστρίδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αλαφρογλιστρώ]], [[κρυφογλιστρώ]], [[ξεγλιστρώ]], [[φιδογλιστρώ]]].
|mltxt=(-άω) (Μ γλιστρῶ, -όω και ἐγλιστρῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[παραπατώ]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] από [[γλίστρημα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ξεφεύγω]] μ' [[επιδεξιότητα]] («σε πολλές βρομοδουλειές [[είναι]] [[μέσα]], μα [[πάντα]] γλιστρά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) γλιστρώντας [[πέφτω]] [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ολισθηρός]]<br /><b>3.</b> [[ξεφεύγω]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] σε ηθικό [[παράπτωμα]] («[[έτσι]] που γλίστρησε αυτή, [[ποιός]] να τή συμμαζέψει»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «φέξε μου και γλίστρησα» — ειρωνικά για εκείνους που πολύ [[αργά]] ζητούν και παίρνουν [[βοήθεια]]<br />β) «γλιστράει η [[γλώσσα]] του» — για άνθρωπο που εύκολα εκφράζεται [[συνήθως]] για [[κακό]]<br />γ) «γλιστράει σαν [[χέλι]]» — για άνθρωπο πονηρό, που κατορθώνει να αποφεύγει τις ευθύνες τών πράξεων ή τών λόγων του<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «γλίστρησε ο [[αφέντης]], βόηθα Θε μου, γλίστρησε ο [[δούλος]], [[τύφλα]] του» — διαφορετικά αντιμετωπίζεται το [[ατύχημα]] ή το [[παράπτωμα]] του ισχυρού και του αδύνατου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εκλιστρώ]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>γ</i>- ([[πρβλ]]. [[γλείφω]]-[[εκλείχω]], [[γλύω]] -[[εκλύω]]) και σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος <i>ε</i>- ([[πρβλ]]. [[εξυπνώ]] -[[ξυπνώ]]). Το ρ. [[εκλιστρώ]] <span style="color: red;"><</span> [[λίστρον]] «[[ξυστήρας]], [[γυαλιστήρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[γλιστρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλίστρα]], [[γλίστρημα]], [[γλιστριά]], [[γλιστρίδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αλαφρογλιστρώ]], [[κρυφογλιστρώ]], [[ξεγλιστρώ]], [[φιδογλιστρώ]]].
}}
}}