3,270,341
edits
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[βρέσκω]] (AM [[εὑρίσκω]])<br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον ή [[κάτι]] που ζητούσα, [[ανταμώνω]]<br /><b>2.</b> [[ανακαλύπτω]] [[κάτι]] χαμένο<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σ' αυτό που επιδίωκα<br /><b>4.</b> [[ανακαλύπτω]] τυχαία, [[συναντώ]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>5.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>6.</b> έχω από [[παράδοση]], [[αποκτώ]] από [[κληρονομιά]]<br /><b>7.</b> [[θεωρώ]], [[κρίνω]], [[υποθέτω]], μου φαίνεται<br /><b>8.</b> [[πετυχαίνω]] τον στόχο<br /><b>9.</b> [[προσπαθώ]] να μαντέψω [[κάτι]]<br /><b>10.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]], ωφελούμαι<br /><b>11.</b> [[προσκρούω]] σε [[κάτι]], [[συναντώ]] [[αντίσταση]]<br /><b>12.</b> [[φροντίζω]] ή [[μεσολαβώ]] για να αποκτήσει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[προμηθεύω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>13.</b> (γ' πρόσ.) τυχαίνει, συμβαίνει («τι [[κακό]] σε βρήκε»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκαλύπτω]], [[αποδεικνύω]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> 1) «[[καλώς]] σας βρήκα» — για χαιρετισμό<br />2) «απ' τον Θεό να το 'βρεις» — ο Θεός να σου ανταποδώσει το καλό ή [[κακό]] που μου έκανες<br />3) «τα βρίσκουμε [[άλλοτε]]» — [[άλλοτε]] κανονίζουμε τους λογαριασμούς μας ή ως [[απειλή]]<br />4) «βρήκε τον μάστορή του» — [[πονηρός]] αυτός έπεσε [[θύμα]] άλλου πονηρότερου<br />5) «τα βρήκε μπαστούνια» — συνάντησε δυσκολίες<br />6) «βρήκα τον διάβολό μου ή τον μπελά μου» — έμπλεξα σε απροσδόκητες δυσχέρειες<br />7) «[[πάει]] να βρει τον πάτο» — [[είναι]] [[άπληστος]], θέλει να ξεσκαλίζει [[κάθε]] [[υπόθεση]]<br />8) «κύλησε ο [[τέντζερης]] και βρήκε το [[καπάκι]]» — για [[άτομο]] διανοητικά ή ηθικά κατώτερο που συνάντησε και ενώθηκε με όμοιό του<br />9) «βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ» — συνενώθηκαν και κάνουν [[παρέα]] δύο όμοιοι<br />10) «βρίσκομαι στην [[ανάγκη]]» — [[είμαι]] σε δύσκολη [[θέση]], και [[μάλιστα]] σε οικονομική [[στενοχώρια]]<br />11) «[[κανένας]] δεν μου βρέθηκε στην [[ανάγκη]] μου» — [[κανείς]] δεν με βοήθησε όταν δυστυχούσα<br />12) (με αρνητική [[εκφορά]]) «δεν βρίσκομαι» [[είμαι]] εξαιρετικής αξίας, [[σπανίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]. Ο ενεστ. [[ευρίσκω]] (με αβέβαιη την [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>-) μαρτυρείται μόνο μια [[φορά]] στον Όμηρο και θεωρείται [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] στο όλο ρηματικό [[σύστημα]] εν συγκρίσει με τους προγενέστερους ρηματικούς τ. <i>ευρεθήναι</i> και <i>ευρήσω</i> <span style="color: red;"><</span> [[εύρηκα]]. Ο αόρ. <i>ευρείν</i> εξηγείται ως [[θεματικός]] [[ριζικός]] [[σχηματισμός]] του <i>ε</i>-<i>Fρείν</i>, όπου το <i>ε</i>- ή [[είναι]] προθεματικό [[φωνήεν]] ή ανάγεται σε <i>e</i>-<i>wr</i>-<i>e</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>wer</i>- (οριστ. <i>έ</i>-<i>Fρ</i>-<i>ον</i> [[αντί]] <i>η</i>-<i>Fρ</i>-<i>ον</i>), η δε [[δασύτητα]] αποτελεί αναλογικό [[προϊόν]] [[προς]] τα [[ελείν]], <i>αμαρτάνειν</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για αναδιπλασιασμένο αόρ. <i>Fε</i>-<i>Fρείν</i>, με ανομοιωτική [[αποβολή]] του αρχικού φθόγγου <i>F</i>- και αναλογική [[δασύτητα]] ( | |mltxt=και [[βρέσκω]] (AM [[εὑρίσκω]])<br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον ή [[κάτι]] που ζητούσα, [[ανταμώνω]]<br /><b>2.</b> [[ανακαλύπτω]] [[κάτι]] χαμένο<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σ' αυτό που επιδίωκα<br /><b>4.</b> [[ανακαλύπτω]] τυχαία, [[συναντώ]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>5.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>6.</b> έχω από [[παράδοση]], [[αποκτώ]] από [[κληρονομιά]]<br /><b>7.</b> [[θεωρώ]], [[κρίνω]], [[υποθέτω]], μου φαίνεται<br /><b>8.</b> [[πετυχαίνω]] τον στόχο<br /><b>9.</b> [[προσπαθώ]] να μαντέψω [[κάτι]]<br /><b>10.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]], ωφελούμαι<br /><b>11.</b> [[προσκρούω]] σε [[κάτι]], [[συναντώ]] [[αντίσταση]]<br /><b>12.</b> [[φροντίζω]] ή [[μεσολαβώ]] για να αποκτήσει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[προμηθεύω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>13.</b> (γ' πρόσ.) τυχαίνει, συμβαίνει («τι [[κακό]] σε βρήκε»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκαλύπτω]], [[αποδεικνύω]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> 1) «[[καλώς]] σας βρήκα» — για χαιρετισμό<br />2) «απ' τον Θεό να το 'βρεις» — ο Θεός να σου ανταποδώσει το καλό ή [[κακό]] που μου έκανες<br />3) «τα βρίσκουμε [[άλλοτε]]» — [[άλλοτε]] κανονίζουμε τους λογαριασμούς μας ή ως [[απειλή]]<br />4) «βρήκε τον μάστορή του» — [[πονηρός]] αυτός έπεσε [[θύμα]] άλλου πονηρότερου<br />5) «τα βρήκε μπαστούνια» — συνάντησε δυσκολίες<br />6) «βρήκα τον διάβολό μου ή τον μπελά μου» — έμπλεξα σε απροσδόκητες δυσχέρειες<br />7) «[[πάει]] να βρει τον πάτο» — [[είναι]] [[άπληστος]], θέλει να ξεσκαλίζει [[κάθε]] [[υπόθεση]]<br />8) «κύλησε ο [[τέντζερης]] και βρήκε το [[καπάκι]]» — για [[άτομο]] διανοητικά ή ηθικά κατώτερο που συνάντησε και ενώθηκε με όμοιό του<br />9) «βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ» — συνενώθηκαν και κάνουν [[παρέα]] δύο όμοιοι<br />10) «βρίσκομαι στην [[ανάγκη]]» — [[είμαι]] σε δύσκολη [[θέση]], και [[μάλιστα]] σε οικονομική [[στενοχώρια]]<br />11) «[[κανένας]] δεν μου βρέθηκε στην [[ανάγκη]] μου» — [[κανείς]] δεν με βοήθησε όταν δυστυχούσα<br />12) (με αρνητική [[εκφορά]]) «δεν βρίσκομαι» [[είμαι]] εξαιρετικής αξίας, [[σπανίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]]. Ο ενεστ. [[ευρίσκω]] (με αβέβαιη την [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>-) μαρτυρείται μόνο μια [[φορά]] στον Όμηρο και θεωρείται [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] στο όλο ρηματικό [[σύστημα]] εν συγκρίσει με τους προγενέστερους ρηματικούς τ. <i>ευρεθήναι</i> και <i>ευρήσω</i> <span style="color: red;"><</span> [[εύρηκα]]. Ο αόρ. <i>ευρείν</i> εξηγείται ως [[θεματικός]] [[ριζικός]] [[σχηματισμός]] του <i>ε</i>-<i>Fρείν</i>, όπου το <i>ε</i>- ή [[είναι]] προθεματικό [[φωνήεν]] ή ανάγεται σε <i>e</i>-<i>wr</i>-<i>e</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>wer</i>- (οριστ. <i>έ</i>-<i>Fρ</i>-<i>ον</i> [[αντί]] <i>η</i>-<i>Fρ</i>-<i>ον</i>), η δε [[δασύτητα]] αποτελεί αναλογικό [[προϊόν]] [[προς]] τα [[ελείν]], <i>αμαρτάνειν</i>. Κατ' άλλους, πρόκειται για αναδιπλασιασμένο αόρ. <i>Fε</i>-<i>Fρείν</i>, με ανομοιωτική [[αποβολή]] του αρχικού φθόγγου <i>F</i>- και αναλογική [[δασύτητα]] ([[πρβλ]]. αρχ. ιρλ. <i>f</i><i>ū</i><i>ar</i>). Υποστηρίχθηκε [[ακόμη]] η [[υπόθεση]] της υπάρξεως ρίζας <i>swer</i>- / <i>wer</i>- ([[πρβλ]]. <i>sweks</i> / <i>weks</i> <span style="color: red;"><</span> <i>seks</i> > <i>έξ</i>) απ' όπου προήλθε [[ένας]] αναδιπλασιασμένος [[αόριστος]] <i>se</i>-<i>sw</i>-<i>re</i> > σε -<i>συρε</i> > <i>εύρε</i>, [[σχηματισμός]] που δικαιολογεί καλύτερα τη [[δασεία]]. Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>wer</i>- απαντά στο αρμ. <i>ge</i>-<i>rem</i> «[[κάνω]] κάποιον δεσμώτη», ενώ η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] με [[παρέκταση]] σε -<i>u</i>-απαντά στο ελλ. (<i>F</i>) <i>aρύω</i> «[[σέρνω]], [[βγάζω]]» <span style="color: red;"><</span> <i>wrr</i>-<i>u</i>. Στον τ. <i>Fε</i>-<i>Fρηκα</i> > [[εύρηκα]] απαντά το [[ριζικό]] <i>Fρη</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ur</i><i>ē</i>-<i>to</i>-. Τέλος ο τ. [[βρέσκω]] (πιθ. από τ. <i>βρέσκομαι</i>) έχει το -<i>ε</i>- από τον αόρ. <i>ευρέθην</i>, [[κατά]] το [[πέφτω]], <i>έπεσα</i>.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων του [[ευρίσκω]] χρησιμοποιήθηκε το [[μόρφημα]] <i>ευρησι</i>-, μεταγενέστερο <i>ευρεσι</i>- ([[πρβλ]]. [[βροντησικέραυνος]], [[τερψίμβροτος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εύρεμα]], <i>εύρεσις</i>, [[εύρετρα]], [[εύρημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Ευρέσιος</i> ([[Ζευς]]), [[ευρέτις]], <i>ευρετός</i>, [[ευρέτρια]], [[εύρησις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευρετής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευρετήριο]], [[βρισκούμενο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ευρεσίτεχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευρεσιεπής]], [[ευρεσικομπία]], [[ευρεσίλογος]], [[ευρησιεπής]], [[ευρησίλογος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ευρεσίκακος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευρεσιτέχνης]]. (Β΄ συνθετικό) [[ανευρίσκω]], [[εξευρίσκω]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αφευρίσκω</i>, [[ενευρίσκω]], [[καθευρίσκω]], [[παρευρίσκω]], [[προσευρίσκω]], [[συνευρίσκω]], [[υπερευρίσκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καλοβρίσκω</i>, <i>ματαβρίσκω</i>, [[ξαναβρίσκω]], <i>πολυβρίσκω</i>, <i>πρωτοβρίσκω</i>]. | ||
}} | }} |