Anonymous

γωρυτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γωρυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[φαρέτρα]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η [[κοινή]] αρχικά [[θήκη]] για το [[τόξο]] και τα βέλη με [[αποτέλεσμα]] αργότερα η λ. [[γωρυτός]] να σημαίνει τόσο «[[φαρέτρα]]» όσο και «[[θήκη]] τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική [[λέξη]] για το «[[βόδι]]» ενώ ως β' συνθετικό το <i>ruta</i>- ή <i>rauta</i>-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «[[έντερο]]» ή «γδαρμένο [[δέρμα]] ζώου» (<b>[[πρβλ]].</b> περσ. <i>r</i><i>ū</i><i>da</i>)].
|mltxt=[[γωρυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[φαρέτρα]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η [[κοινή]] αρχικά [[θήκη]] για το [[τόξο]] και τα βέλη με [[αποτέλεσμα]] αργότερα η λ. [[γωρυτός]] να σημαίνει τόσο «[[φαρέτρα]]» όσο και «[[θήκη]] τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική [[λέξη]] για το «[[βόδι]]» ενώ ως β' συνθετικό το <i>ruta</i>- ή <i>rauta</i>-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «[[έντερο]]» ή «γδαρμένο [[δέρμα]] ζώου» ([[πρβλ]]. περσ. <i>r</i><i>ū</i><i>da</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm