3,274,917
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δειλός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει [[θάρρος]], [[άτολμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[δειλά]]<br />φοβισμένες ενέργειες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κάλλιο]] [[δειλός]] [[παρά]] [[μακαρίτης]]» — [[είναι]] προτιμότερο να φοβάται [[κανείς]] τον κίνδυνο και να σωθεί [[παρά]] να ριψοκινδυνεύσει και να σκοτωθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για λόγους και ενέργειες) αυτός που φέρνει [[ντροπή]] («οὐ πείθεται τοῖς ἀδελφοῑς, δειλὸν τὸ πρᾱγμα κρίνει», «δειλὸς [[λόγος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φαύλος]], [[πρόστυχος]]<br /><b>2.</b> από κατώτερη [[γενιά]], ταπεινής καταγωγής<br /><b>3.</b> (με [[έκφραση]] συμπάθειας) [[δύστυχος]], [[ταλαίπωρος]] («δειλοὶ βροτοί»)<br /><b>4.</b> (με γεν.) «[[δειλός]] τινος» — φοβισμένος από [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (για φυτά) [[ευαίσθητος]], [[αδύνατος]] («δειλὰ πρὸς χειμῶνα» — που δεν αντέχουν στο [[κρύο]])<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ δειλόν</i><br />η [[δειλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δειλός]] ανάγεται σε IE [[ρίζα]] <i>δFει</i>- «[[φοβάμαι]]» ( | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δειλός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει [[θάρρος]], [[άτολμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[δειλά]]<br />φοβισμένες ενέργειες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κάλλιο]] [[δειλός]] [[παρά]] [[μακαρίτης]]» — [[είναι]] προτιμότερο να φοβάται [[κανείς]] τον κίνδυνο και να σωθεί [[παρά]] να ριψοκινδυνεύσει και να σκοτωθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για λόγους και ενέργειες) αυτός που φέρνει [[ντροπή]] («οὐ πείθεται τοῖς ἀδελφοῑς, δειλὸν τὸ πρᾱγμα κρίνει», «δειλὸς [[λόγος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φαύλος]], [[πρόστυχος]]<br /><b>2.</b> από κατώτερη [[γενιά]], ταπεινής καταγωγής<br /><b>3.</b> (με [[έκφραση]] συμπάθειας) [[δύστυχος]], [[ταλαίπωρος]] («δειλοὶ βροτοί»)<br /><b>4.</b> (με γεν.) «[[δειλός]] τινος» — φοβισμένος από [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (για φυτά) [[ευαίσθητος]], [[αδύνατος]] («δειλὰ πρὸς χειμῶνα» — που δεν αντέχουν στο [[κρύο]])<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ δειλόν</i><br />η [[δειλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δειλός]] ανάγεται σε IE [[ρίζα]] <i>δFει</i>- «[[φοβάμαι]]» ([[πρβλ]]. [[δέος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δFείος</i>, [[δείδω]]) με [[επίθημα]] -<i>λος</i> ή -<i>ελος</i> ([[πρβλ]]. [[νεφέλη]]-[[νέφος]]). Αξίζει να σημειωθεί η σημασιολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών [[δειλός]] και [[δεινός]]. Προερχόμενα και τα δύο από τη [[ρίζα]] <i>δFει</i>-, που δήλωνε τον φόβο ([[πρβλ]]. [[δείδω]] «[[φοβάμαι]]», [[δέος]] «[[φόβος]]»), διακρίθηκαν σημασιολογικώς ως [[προς]] την ενεργητική-παθητική [[δήλωση]] του φόβου: [[δεινός]] = ο προκαλών τον φόβο (τρομοκρατών), [[δειλός]] = ο [[υφιστάμενος]], δεχόμενος, αισθανόμενος τον φόβο (τρομοκρατούμενος). Τέλος εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολλές σύνθετες λέξεις ο τ. <i>δειλο</i>- που προέρχεται από [[επίθετο]] ή [[επίρρημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δειλία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δειλούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δειλαίνομαι]], [[δειλότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δειλοκαταφρονητής]], [[δειλοκοπώ]], [[δειλοποιός]], [[δειλόφθονος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δειλοκάρδιος]], [[δειλόνους]], [[δειλογνωμώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δειλοσκοπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δειλόκαρδος]], [[δειλοπατώ]]·]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |