Anonymous

δηξίθυμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δηξίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την [[ψυχή]] («[[δηξίθυμος]] [[ἔρως]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δηξι</i>- <span style="color: red;"><</span> <b>(μέλλ.)</b> <i>δήξομαι</i> του [[δάκνω]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]». Η λ. ανήκει στα [[σύνθετα]] της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -<i>τι</i> ή -(<i>σ</i>)<i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξίκανος</i>, [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]])].
|mltxt=[[δηξίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την [[ψυχή]] («[[δηξίθυμος]] [[ἔρως]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δηξι</i>- <span style="color: red;"><</span> <b>(μέλλ.)</b> <i>δήξομαι</i> του [[δάκνω]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]». Η λ. ανήκει στα [[σύνθετα]] της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -<i>τι</i> ή -(<i>σ</i>)<i>ι</i>- ([[πρβλ]]. <i>αλεξίκανος</i>, [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm