Anonymous

δαμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εμβολιάζω]] με [[δαμαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />(<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>vaccinate</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].<br /><b>(II)</b><br />[[δαμαλίζω]] (Α) [[δαμάλης]]<br />[[δαμάζω]] (ατίθασα άλογα).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εμβολιάζω]] με [[δαμαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />([[πρβλ]]. αγγλ. <i>vaccinate</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].<br /><b>(II)</b><br />[[δαμαλίζω]] (Α) [[δαμάλης]]<br />[[δαμάζω]] (ατίθασα άλογα).
}}
}}
{{lsm
{{lsm