Anonymous

βοή: Difference between revisions

From LSJ
14 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[βουή]], η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.)<br /><b>1.</b> δυνατή [[φωνή]], [[δυνατός]] [[ήχος]]<br /><b>2.</b> [[κραυγή]], [[ιδίως]] θρηνητική<br /><b>3.</b> συγκεχυμένος [[θόρυβος]]<br /><b>4.</b> [[υπόκωφος]], [[βαρύς]] [[ήχος]]<br /><b>5.</b> ο [[ήχος]] των κυμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βόμβος]], [[βούισμα]]<br /><b>2.</b> [[δυσφήμηση]]<br /><b>3.</b> (σε [[κατάρα]]) ξαφνικό [[κακό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολεμική [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> ο [[πόλεμος]]<br /><b>3.</b> το κελάιδημα των πουλιών<br /><b>4.</b> οι φωνές των ζώων<br /><b>5.</b> [[ήχος]] μουσικού οργάνου<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]], [[συμπαράσταση]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὅσον ἀπὸ βοῆς» — φαινομενικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ' όλο που μορφολογικά θα δικαιολογούνταν η [[προέλευση]] του ρ. <i>βοώ</i> από το <i>βοή</i>, εν τούτοις η [[σύγκριση]] με τα σημασιολογικώς συγγενή <i>γοώ</i>, [[μυκώμαι]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η <i>βοή</i> [[είναι]] μεταρρηματικό παράγωγο του <i>βοώ</i>, το οποίο με τη [[σειρά]] του προέρχεται από [[άλλο]] [[ρήμα]]. Επειδή εξάλλου το <i>βοώ</i> συνδέθηκε με αρχ. ινδ. επιτατικό <i>jogure</i> «[[εκφράζω]] [[δυνατά]]», λιθ. <i>gaudži</i>, <i>gaŭsti</i> «[[ουρλιάζω]], [[ωρύομαι]]», αρχ. σλαβ. <i>govorŭ</i> «[[θόρυβος]]», τύπους με τους οποίους συνδέεται και το <i>γοώ</i>, τα δύο αυτά ρήματα συσχετίστηκαν [[αφού]] θεωρήθηκε ότι το <i>γοώ</i> προέρχεται από τύπο, ο [[οποίος]] έχει χάσει το χειλικό του [[στοιχείο]] και ο [[οποίος]] ανάγεται σε ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>ou</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γογγύζω]]). Κατά την επικρατέστερη [[τέλος]] [[άποψη]], το <i>βοώ</i> δημιουργήθηκε με [[βάση]] το ηχομιμητικό [[στοιχείο]] <i>bu</i> (<b>[[πρβλ]].</b>[[βύας]]) και συνδέεται με το <i>γοώ</i> από μορφολογικής απόψεως. Το λατ. <i>bo</i><i>ō</i>, <i>bo</i><i>ā</i><i>re</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=και [[βουή]], η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.)<br /><b>1.</b> δυνατή [[φωνή]], [[δυνατός]] [[ήχος]]<br /><b>2.</b> [[κραυγή]], [[ιδίως]] θρηνητική<br /><b>3.</b> συγκεχυμένος [[θόρυβος]]<br /><b>4.</b> [[υπόκωφος]], [[βαρύς]] [[ήχος]]<br /><b>5.</b> ο [[ήχος]] των κυμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βόμβος]], [[βούισμα]]<br /><b>2.</b> [[δυσφήμηση]]<br /><b>3.</b> (σε [[κατάρα]]) ξαφνικό [[κακό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολεμική [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> ο [[πόλεμος]]<br /><b>3.</b> το κελάιδημα των πουλιών<br /><b>4.</b> οι φωνές των ζώων<br /><b>5.</b> [[ήχος]] μουσικού οργάνου<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]], [[συμπαράσταση]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὅσον ἀπὸ βοῆς» — φαινομενικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ' όλο που μορφολογικά θα δικαιολογούνταν η [[προέλευση]] του ρ. <i>βοώ</i> από το <i>βοή</i>, εν τούτοις η [[σύγκριση]] με τα σημασιολογικώς συγγενή <i>γοώ</i>, [[μυκώμαι]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η <i>βοή</i> [[είναι]] μεταρρηματικό παράγωγο του <i>βοώ</i>, το οποίο με τη [[σειρά]] του προέρχεται από [[άλλο]] [[ρήμα]]. Επειδή εξάλλου το <i>βοώ</i> συνδέθηκε με αρχ. ινδ. επιτατικό <i>jogure</i> «[[εκφράζω]] [[δυνατά]]», λιθ. <i>gaudži</i>, <i>gaŭsti</i> «[[ουρλιάζω]], [[ωρύομαι]]», αρχ. σλαβ. <i>govorŭ</i> «[[θόρυβος]]», τύπους με τους οποίους συνδέεται και το <i>γοώ</i>, τα δύο αυτά ρήματα συσχετίστηκαν [[αφού]] θεωρήθηκε ότι το <i>γοώ</i> προέρχεται από τύπο, ο [[οποίος]] έχει χάσει το χειλικό του [[στοιχείο]] και ο [[οποίος]] ανάγεται σε ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>ou</i>- ([[πρβλ]]. [[γογγύζω]]). Κατά την επικρατέστερη [[τέλος]] [[άποψη]], το <i>βοώ</i> δημιουργήθηκε με [[βάση]] το ηχομιμητικό [[στοιχείο]] <i>bu</i> ([[πρβλ]].[[βύας]]) και συνδέεται με το <i>γοώ</i> από μορφολογικής απόψεως. Το λατ. <i>bo</i><i>ō</i>, <i>bo</i><i>ā</i><i>re</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm