Anonymous

εννέα: Difference between revisions

From LSJ
21 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εννιά]] (AM [[ἐννέα]])<br /><b>άκλ.</b> (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει [[ποσότητα]] 9 μονάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρονολογίες και ημερομηνίες) [[αντί]] για το [[ένατος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[εννέα]]<br />α) το αριθμητικό [[σύμβολο]] του αριθμού [[εννέα]]<br />β) [[αντικείμενο]] που έχει την ένατη [[σειρά]] [[ανάμεσα]] σε όμοια<br />γ) [[οτιδήποτε]] έχει [[πάνω]] του ή ως χαρακτηριστικό του τον αριθμό [[εννέα]] ([[δωμάτιο]], [[τραπέζι]], [[λαχνός]], [[τραπουλόχαρτο]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> με θηλ. [[άρθρο]] [[αντί]] του [[τακτ]]. ενάτη, για ώρα, [[χρονολογία]] ή [[ημερομηνία]] («στις [[εννιά]] το [[πρωί]]», «στις [[εννιά]] Μαρτίου»)<br /><b>4.</b> [[επίσης]] με ουδ. [[άρθρο]] [[αντί]] του [[τακτ]]. ένατο, για [[ηλικία]] («περπατεί στα [[εννιά]]» — διανύει το ἔνατο [[έτος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιερός]] [[αριθμός]] ως τριπλάσιο του [[τρία]]<br /><b>2.</b> (ως στρογγυλόἔπεφνεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εννέα]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>nava</i>, λατ. <i>novem</i>, γοτθ. <i>nium</i>) προήλθε από <i>ενεFα</i>, με προθηματικό <i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρμεν. <i>inn</i>) και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>newn</i> «[[εννέα]]» (ή <i>∂</i><sub>1</sub>-<i>newn</i>, όπου με το <i>∂ı</i> δηλώνεται το προθεματικό <i>ε</i>-). Η [[προέλευση]] τών δύο -<i>ν</i>- στη [[λέξη]] [[εννέα]] [[είναι]] αβέβαιη και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με μία [[άποψη]], τα δύο -<i>ν</i>- ερμηνεύονται αναλογικά [[προς]] τα δύο σύμφωνα που εμφανίζονται στα αριθμητικά [[επτά]], [[οκτώ]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[εννέα]] <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i>-<i>νέFα</i>, που μετασχηματίστηκε από αρχικό τ. <i>ε</i>-<i>νέFα</i>. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] και η [[υπόθεση]] ότι [[εννέα]] <span style="color: red;"><</span> <i>εν νέFα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ες [[τρις]]). Η [[σύνδεση]] του τ. [[εννέα]] με τη [[λέξη]] <i>νέ</i>(<i>F</i>)<i>oc</i> εξηγείται σημασιολογικά από το [[γεγονός]] ότι ο [[αριθμός]] [[εννέα]] [[είναι]] ο [[πρώτος]] [[μετά]] το [[οκτώ]] ([[δυϊκός]] [[τύπος]]), με τον οποίο τελειώνουν οι δύο πρώτες τετράδες. Έτσι ο [[αριθμός]] [[εννέα]] [[είναι]] η [[αρχή]] μιας [[νέας]] τετράδας. Ο τ. [[εννέα]] ως α΄ συνθετικό εμφανίζεται με [[μορφή]] [[εννέα]]-, <i>ένα</i>-, στην ιωνική <i>εινα</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ενFα</i>-, με [[αντέκταση]]) και <i>εννια</i>-. Το νεοελληνικό [[εννιά]] προήλθε από μσν. [[εννιά]], το οποίο αποτελεί [[προϊόν]] συνιζήσεως από τον αρχ. τ. [[εννέα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ένατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είνατος]], [[εινάκις]], <i>εινάς</i>, <i>εννάκις</i>, [[ενακόσιοι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>εννεακόσιοί</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εννιάδα]], [[εννιάρι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό, <i>εινα</i>-;) <b>αρχ.</b> [[ειναετής]], [[εινάνυχες]], <i>εινάπηχυς</i>, <i>ειναφώσσων</i> (Α' συνθετικό, <i>ενα</i>-;) <b>αρχ.</b> [[εναετία]], <i>ενακηδέκατος</i><br />(Α' συνθετικό, [[εννέα]]-;) [[εννεάγραμμος]], [[εννεαδάκτυλος]], [[εννεάδεσμος]], [[εννεαετηρίδα]] (-<i>τηρίς</i> Α), [[εννεακέφαλος]], [[εννεάκρουνος]], [[εννεάμηνος]], <i>εννεαπλάοιος</i>, [[εννεασύλλαβος]], <i>εννεάφυλλος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[εννεάβιβλος]], [[εννεάβοιος]], <i>εννεάγηρα</i>, <i>εννεαδεκαετηρίς</i>, [[εννεάκλινος]], <i>εννεακότυλος</i>, [[εννεάκυκλος]], [[εννεάλινος]], <i>εννεάμορφος</i>, [[εννεάπηχυς]], [[εννεαπνεύμων]], [[εννεάπολις]], [[εννεάπους]], <i>εννεάριθμος</i>, [[εννεάστεγος]], <i>εννεάστερος</i>, <i>εννεάσφαιρος</i>, <i>εννεαφάρμαος</i>, [[εννεάφθογγος]], <i>εννεάχειλος</i>, <i>εννεάχωρος</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εννεαγράμματον]], [[εννεακαίδεκα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εννεάειρμος]], [[εννεάλογος]], [[εννεαρχία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εννεαετής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>εννεαήμερον</i>, [[εννεαμελής]], [[εννεάμερα]], <i>εννεαπτέρυγος</i>, [[εννεάχορδος]], [[εννεάψυχος]]<br />(Α' συνθετικό, <i>εννια</i>-)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εννιάμερα]], <i>εννιάμηνα</i>, <i>εννιάπτερο</i>, [[εννιάχρονος]]].
|mltxt=και [[εννιά]] (AM [[ἐννέα]])<br /><b>άκλ.</b> (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει [[ποσότητα]] 9 μονάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρονολογίες και ημερομηνίες) [[αντί]] για το [[ένατος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[εννέα]]<br />α) το αριθμητικό [[σύμβολο]] του αριθμού [[εννέα]]<br />β) [[αντικείμενο]] που έχει την ένατη [[σειρά]] [[ανάμεσα]] σε όμοια<br />γ) [[οτιδήποτε]] έχει [[πάνω]] του ή ως χαρακτηριστικό του τον αριθμό [[εννέα]] ([[δωμάτιο]], [[τραπέζι]], [[λαχνός]], [[τραπουλόχαρτο]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> με θηλ. [[άρθρο]] [[αντί]] του [[τακτ]]. ενάτη, για ώρα, [[χρονολογία]] ή [[ημερομηνία]] («στις [[εννιά]] το [[πρωί]]», «στις [[εννιά]] Μαρτίου»)<br /><b>4.</b> [[επίσης]] με ουδ. [[άρθρο]] [[αντί]] του [[τακτ]]. ένατο, για [[ηλικία]] («περπατεί στα [[εννιά]]» — διανύει το ἔνατο [[έτος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιερός]] [[αριθμός]] ως τριπλάσιο του [[τρία]]<br /><b>2.</b> (ως στρογγυλόἔπεφνεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εννέα]] ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>nava</i>, λατ. <i>novem</i>, γοτθ. <i>nium</i>) προήλθε από <i>ενεFα</i>, με προθηματικό <i>ε</i>- ([[πρβλ]]. αρμεν. <i>inn</i>) και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>newn</i> «[[εννέα]]» (ή <i>∂</i><sub>1</sub>-<i>newn</i>, όπου με το <i>∂ı</i> δηλώνεται το προθεματικό <i>ε</i>-). Η [[προέλευση]] τών δύο -<i>ν</i>- στη [[λέξη]] [[εννέα]] [[είναι]] αβέβαιη και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με μία [[άποψη]], τα δύο -<i>ν</i>- ερμηνεύονται αναλογικά [[προς]] τα δύο σύμφωνα που εμφανίζονται στα αριθμητικά [[επτά]], [[οκτώ]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[εννέα]] <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i>-<i>νέFα</i>, που μετασχηματίστηκε από αρχικό τ. <i>ε</i>-<i>νέFα</i>. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] και η [[υπόθεση]] ότι [[εννέα]] <span style="color: red;"><</span> <i>εν νέFα</i> ([[πρβλ]]. <i>ες [[τρις]]). Η [[σύνδεση]] του τ. [[εννέα]] με τη [[λέξη]] <i>νέ</i>(<i>F</i>)<i>oc</i> εξηγείται σημασιολογικά από το [[γεγονός]] ότι ο [[αριθμός]] [[εννέα]] [[είναι]] ο [[πρώτος]] [[μετά]] το [[οκτώ]] ([[δυϊκός]] [[τύπος]]), με τον οποίο τελειώνουν οι δύο πρώτες τετράδες. Έτσι ο [[αριθμός]] [[εννέα]] [[είναι]] η [[αρχή]] μιας [[νέας]] τετράδας. Ο τ. [[εννέα]] ως α΄ συνθετικό εμφανίζεται με [[μορφή]] [[εννέα]]-, <i>ένα</i>-, στην ιωνική <i>εινα</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ενFα</i>-, με [[αντέκταση]]) και <i>εννια</i>-. Το νεοελληνικό [[εννιά]] προήλθε από μσν. [[εννιά]], το οποίο αποτελεί [[προϊόν]] συνιζήσεως από τον αρχ. τ. [[εννέα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ένατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είνατος]], [[εινάκις]], <i>εινάς</i>, <i>εννάκις</i>, [[ενακόσιοι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>εννεακόσιοί</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εννιάδα]], [[εννιάρι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό, <i>εινα</i>-;) <b>αρχ.</b> [[ειναετής]], [[εινάνυχες]], <i>εινάπηχυς</i>, <i>ειναφώσσων</i> (Α' συνθετικό, <i>ενα</i>-;) <b>αρχ.</b> [[εναετία]], <i>ενακηδέκατος</i><br />(Α' συνθετικό, [[εννέα]]-;) [[εννεάγραμμος]], [[εννεαδάκτυλος]], [[εννεάδεσμος]], [[εννεαετηρίδα]] (-<i>τηρίς</i> Α), [[εννεακέφαλος]], [[εννεάκρουνος]], [[εννεάμηνος]], <i>εννεαπλάοιος</i>, [[εννεασύλλαβος]], <i>εννεάφυλλος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[εννεάβιβλος]], [[εννεάβοιος]], <i>εννεάγηρα</i>, <i>εννεαδεκαετηρίς</i>, [[εννεάκλινος]], <i>εννεακότυλος</i>, [[εννεάκυκλος]], [[εννεάλινος]], <i>εννεάμορφος</i>, [[εννεάπηχυς]], [[εννεαπνεύμων]], [[εννεάπολις]], [[εννεάπους]], <i>εννεάριθμος</i>, [[εννεάστεγος]], <i>εννεάστερος</i>, <i>εννεάσφαιρος</i>, <i>εννεαφάρμαος</i>, [[εννεάφθογγος]], <i>εννεάχειλος</i>, <i>εννεάχωρος</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εννεαγράμματον]], [[εννεακαίδεκα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εννεάειρμος]], [[εννεάλογος]], [[εννεαρχία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εννεαετής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>εννεαήμερον</i>, [[εννεαμελής]], [[εννεάμερα]], <i>εννεαπτέρυγος</i>, [[εννεάχορδος]], [[εννεάψυχος]]<br />(Α' συνθετικό, <i>εννια</i>-)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εννιάμερα]], <i>εννιάμηνα</i>, <i>εννιάπτερο</i>, [[εννιάχρονος]]].
}}
}}