Anonymous

εγείρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐγείρω]])<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[ορθώνω]], [[σηκώνω]] από το [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]]<br /><b>4.</b> [[κινώ]], [[διεγείρω]], [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («[[εγείρω]] αξιώσεις»)<br /><b>5.</b> σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανασταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προάγω]], [[προωθώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να γίνει καλά<br /><b>3.</b> [[φρουρώ]], [[αγρυπνώ]]<br /><b>4.</b> εξάπτομαι, διεγείρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστώτας [[εγείρω]] εμφανίζεται ως [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] από τον αόρ. <i>έγρετο</i> και ο παρακμ. <i>εγρήγορα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>j</i><i>ā</i><i>g</i><i>ā</i><i>ra</i>, αβ. <i>ĵa</i>-<i>g</i><i>ā</i><i>ra</i> «[[ξαγρυπνώ]]») <span style="color: red;"><</span> <i>γήγορα</i> με [[επίδραση]] του απρμφ. αορ. <i>εγρέσθαι</i>. Ανερμήνευτο παραμένει το αρχικό <i>ε</i>- και αναπόδεικτες οι υποθέσεις ότι πρόκειται για προθηματικό [[στοιχείο]] ή [[προϊόν]] ανομοίωσης σε υποθετικό αόριστο με αναδιπλασιασμό [[γ]]<i>έ</i>- <i>γρ</i>-<i>ετο</i>, ο [[οποίος]] όμως μαρτυρείται στην αρχ. Ινδική (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>j</i><i>ī</i>-<i>gar</i>, <i>ji</i>-<i>gr</i>-<i>tάm</i>). To ομηρικό [[εγρήσσω]] [[είναι]] παρεκτεταμένος [[εκφραστικός]] [[ενεστωτικός]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>σσω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πτήσσω]], [[κνώσσω]]). Οι τύποι αυτής της ομάδας λέξεων στη νέα Ελληνική έχουν ήδη διαφοροποιηθεί σημασιολογικά<br />οι λέξεις που προέρχονται από το θ. του παρακμ. <i>εγρήγορα</i> εκφράζουν την [[έννοια]] της ταχύτητας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γρήγορος</i>), ενώ ο μεταπλασμένος ενεστώτας [[γέρνω]], ο αόρ. <i>έγειρα</i> χρησιμοποιούνται με τη [[σημασία]] «[[σκύβω]], [[κλίνω]]»].
|mltxt=(AM [[ἐγείρω]])<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[ορθώνω]], [[σηκώνω]] από το [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]]<br /><b>4.</b> [[κινώ]], [[διεγείρω]], [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («[[εγείρω]] αξιώσεις»)<br /><b>5.</b> σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανασταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προάγω]], [[προωθώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να γίνει καλά<br /><b>3.</b> [[φρουρώ]], [[αγρυπνώ]]<br /><b>4.</b> εξάπτομαι, διεγείρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστώτας [[εγείρω]] εμφανίζεται ως [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] από τον αόρ. <i>έγρετο</i> και ο παρακμ. <i>εγρήγορα</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>j</i><i>ā</i><i>g</i><i>ā</i><i>ra</i>, αβ. <i>ĵa</i>-<i>g</i><i>ā</i><i>ra</i> «[[ξαγρυπνώ]]») <span style="color: red;"><</span> <i>γήγορα</i> με [[επίδραση]] του απρμφ. αορ. <i>εγρέσθαι</i>. Ανερμήνευτο παραμένει το αρχικό <i>ε</i>- και αναπόδεικτες οι υποθέσεις ότι πρόκειται για προθηματικό [[στοιχείο]] ή [[προϊόν]] ανομοίωσης σε υποθετικό αόριστο με αναδιπλασιασμό [[γ]]<i>έ</i>- <i>γρ</i>-<i>ετο</i>, ο [[οποίος]] όμως μαρτυρείται στην αρχ. Ινδική ([[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>j</i><i>ī</i>-<i>gar</i>, <i>ji</i>-<i>gr</i>-<i>tάm</i>). To ομηρικό [[εγρήσσω]] [[είναι]] παρεκτεταμένος [[εκφραστικός]] [[ενεστωτικός]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>σσω</i> ([[πρβλ]]. [[πτήσσω]], [[κνώσσω]]). Οι τύποι αυτής της ομάδας λέξεων στη νέα Ελληνική έχουν ήδη διαφοροποιηθεί σημασιολογικά<br />οι λέξεις που προέρχονται από το θ. του παρακμ. <i>εγρήγορα</i> εκφράζουν την [[έννοια]] της ταχύτητας ([[πρβλ]]. <i>γρήγορος</i>), ενώ ο μεταπλασμένος ενεστώτας [[γέρνω]], ο αόρ. <i>έγειρα</i> χρησιμοποιούνται με τη [[σημασία]] «[[σκύβω]], [[κλίνω]]»].
}}
}}