3,274,313
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δολιχός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> [[μακρύς]], [[επιμήκης]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, [[μακροχρόνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος ΙΕ τ. με [[σημασία]] «[[μακρύς]]», που εμφανίζει δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>doligh</i>- και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών ( | |mltxt=[[δολιχός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> [[μακρύς]], [[επιμήκης]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, [[μακροχρόνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος ΙΕ τ. με [[σημασία]] «[[μακρύς]]», που εμφανίζει δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>doligh</i>- και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ī</i><i>rgha</i>-, αβ. <i>dar∂ya</i>-, αρχ. σλαβ. <i>dlůgů</i>, χεττ. <i>dalug</i>-) στα οποία απαντούν διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας <i>del</i>- «[[μακρύς]]». Δισύλλαβη [[ρίζα]] εμφανίζεται [[επίσης]] και στο β' συνθετικό του τ. <i>εν</i>-<i>δελεχής</i>, το οποίο προέρχεται πιθ. από <i>δέλεχος</i> ([[πρβλ]]. [[γένεσις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |