Anonymous

δρόμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δρόμος]])<br /><b>1.</b> (για έμψυχα) [[τρέξιμο]], [[τρεχάλα]]<br /><b>2.</b> (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) [[κίνηση]], [[περιφορά]], [[τροχιά]]<br /><b>3.</b> η [[ταχύτητα]] με την οποία διανύεται ένα [[διάστημα]] («ο [[δρόμος]] του πλοίου μετριέται με [[δρομόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> η [[απόσταση]] που μπορεί [[κανείς]] να διατρέξει σε μια χρονική [[μονάδα]] ([[ημέρα]], ώρα) («το [[χωριό]] από την [[πόλη]] απέχει δύο μέρες δρόμο»)<br /><b>5.</b> γυμναστικό [[αγώνισμα]] ταχύτητας και αντοχής («[[μαραθώνιος]] [[δρόμος]]»)<br /><b>6.</b> [[διαδρομή]] ή [[γύρος]] του σταδίου («το [[άλογο]] έφερε [[πέντε]] δρόμους [[νερό]]»)<br /><b>7.</b> [[άνοιγμα]] που χρησιμεύει για τη [[συγκοινωνία]] [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]] («ο [[δρόμος]] [[προς]] το [[χωριό]] [[είναι]] [[χαλασμένος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[πορεία]]<br /><b>2.</b> [[δίοδος]], [[διέξοδος]] («[[ανοίγω]] δρόμο»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ο ύστερος [[δρόμος]]» — [[κηδεία]]<br />β) «[[παίρνω]] τους δρόμους» — περιπλανιέμαι στους δρόμους<br />γ) «δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει»<br />(σε παραμύθια) περπατά [[συνέχεια]]<br />δ) «[[παίρνω]] δρόμο» — [[φεύγω]] τρέχοντας, το [[βάζω]] στα πόδια<br />ε) «πήρε δρόμο η [[γλώσσα]] του» — μιλά ασταμάτητα<br />στ) «το [[παιδί]] πήρε τον δρόμο του» — έστρωσε, τακτοποιήθηκε<br />ζ) «[[ανοίγω]] δρόμο» — [[επιχειρώ]] [[κάτι]] [[πρώτος]] και με ακολουθούν κι άλλοι<br />η) «του 'δωσα δρόμο», τον έδιωξα<br />θ) «[[κόβω]] δρόμο» — [[διανύω]] αρκετό [[διάστημα]], [[τρέχω]] [[γρήγορα]], [[συντομεύω]] την [[απόσταση]]<br />ι) «γυρίζει στους δρόμους» — αλητεύει<br />ια) «πήρε τον [[κακό]] δρόμο» — ζει ζωή διεφθαρμένη<br />ιβ) «άφησε τα [[παιδιά]] του στον δρόμο» — τά εγκατέλειψε ανυπεράσπιστα<br />ιγ) «[[τραβώ]] τον δρόμο μου» — [[προχωρώ]] [[σταθερά]] στον σκοπό μου<br />ιδ) «δρόμο!» — φύγε [[αμέσως]]<br />ιε) «[[γυναίκα]] του δρόμου» — ελευθερίων ηθών<br />ιστ) «[[παιδί]] του δρόμου» — [[αλήτης]]<br />ιζ) «[[δίνω]] δρόμο σε [[κάτι]]» — [[επιταχύνω]]<br />ιη) «[[δρόμος]] της Παναγιάς» — ο Γαλαξίας<br />ιθ) «[[δρόμος]] μετ' εμποδίων» — [[είδος]] αγωνίσματος (και μτφ.) [[επιδίωξη]] που συναντά εμπόδια<br />κ) «αν έχασες τον δρόμο σου ή ρώτα ή κάνε [[πίσω]]» — αν αποτύχεις σε [[κάτι]] ή [[ζήτα]] τη [[συμβουλή]] κάποιου ή παράτησε το<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά για λόγο) γρήγορη [[απαγγελία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δρόμῳ διαβάντες τὸν Ἀσωπόν» — βιαστικά<br /><b>3.</b> [[δημόσιος]] [[περίπατος]], [[τόπος]] όπου περιπατούν, [[στοά]]<br /><b>6.</b> (στην Αίγυπτο) λιθόστρωτη [[αυλή]] στολισμένη με Σφίγγες [[μπροστά]] από την είσοδο του ναού<br /><b>7.</b> η [[ορχήστρα]] του διονυσιακού θεάτρου στους Ταραντίνους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔξω, ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι» — παρεκτρέπομαι, πλανιέμαι έξω από τον δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[διδράσκω]]. Η λ. [[δρόμος]] εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>δρομο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δρομοκόπος]], [[δρομολόγιο]]) και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>δρομος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[διάδρομος]], [[ιππόδρομος]], [[περίδρομος]])].
|mltxt=ο (AM [[δρόμος]])<br /><b>1.</b> (για έμψυχα) [[τρέξιμο]], [[τρεχάλα]]<br /><b>2.</b> (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) [[κίνηση]], [[περιφορά]], [[τροχιά]]<br /><b>3.</b> η [[ταχύτητα]] με την οποία διανύεται ένα [[διάστημα]] («ο [[δρόμος]] του πλοίου μετριέται με [[δρομόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> η [[απόσταση]] που μπορεί [[κανείς]] να διατρέξει σε μια χρονική [[μονάδα]] ([[ημέρα]], ώρα) («το [[χωριό]] από την [[πόλη]] απέχει δύο μέρες δρόμο»)<br /><b>5.</b> γυμναστικό [[αγώνισμα]] ταχύτητας και αντοχής («[[μαραθώνιος]] [[δρόμος]]»)<br /><b>6.</b> [[διαδρομή]] ή [[γύρος]] του σταδίου («το [[άλογο]] έφερε [[πέντε]] δρόμους [[νερό]]»)<br /><b>7.</b> [[άνοιγμα]] που χρησιμεύει για τη [[συγκοινωνία]] [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]] («ο [[δρόμος]] [[προς]] το [[χωριό]] [[είναι]] [[χαλασμένος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[πορεία]]<br /><b>2.</b> [[δίοδος]], [[διέξοδος]] («[[ανοίγω]] δρόμο»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ο ύστερος [[δρόμος]]» — [[κηδεία]]<br />β) «[[παίρνω]] τους δρόμους» — περιπλανιέμαι στους δρόμους<br />γ) «δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει»<br />(σε παραμύθια) περπατά [[συνέχεια]]<br />δ) «[[παίρνω]] δρόμο» — [[φεύγω]] τρέχοντας, το [[βάζω]] στα πόδια<br />ε) «πήρε δρόμο η [[γλώσσα]] του» — μιλά ασταμάτητα<br />στ) «το [[παιδί]] πήρε τον δρόμο του» — έστρωσε, τακτοποιήθηκε<br />ζ) «[[ανοίγω]] δρόμο» — [[επιχειρώ]] [[κάτι]] [[πρώτος]] και με ακολουθούν κι άλλοι<br />η) «του 'δωσα δρόμο», τον έδιωξα<br />θ) «[[κόβω]] δρόμο» — [[διανύω]] αρκετό [[διάστημα]], [[τρέχω]] [[γρήγορα]], [[συντομεύω]] την [[απόσταση]]<br />ι) «γυρίζει στους δρόμους» — αλητεύει<br />ια) «πήρε τον [[κακό]] δρόμο» — ζει ζωή διεφθαρμένη<br />ιβ) «άφησε τα [[παιδιά]] του στον δρόμο» — τά εγκατέλειψε ανυπεράσπιστα<br />ιγ) «[[τραβώ]] τον δρόμο μου» — [[προχωρώ]] [[σταθερά]] στον σκοπό μου<br />ιδ) «δρόμο!» — φύγε [[αμέσως]]<br />ιε) «[[γυναίκα]] του δρόμου» — ελευθερίων ηθών<br />ιστ) «[[παιδί]] του δρόμου» — [[αλήτης]]<br />ιζ) «[[δίνω]] δρόμο σε [[κάτι]]» — [[επιταχύνω]]<br />ιη) «[[δρόμος]] της Παναγιάς» — ο Γαλαξίας<br />ιθ) «[[δρόμος]] μετ' εμποδίων» — [[είδος]] αγωνίσματος (και μτφ.) [[επιδίωξη]] που συναντά εμπόδια<br />κ) «αν έχασες τον δρόμο σου ή ρώτα ή κάνε [[πίσω]]» — αν αποτύχεις σε [[κάτι]] ή [[ζήτα]] τη [[συμβουλή]] κάποιου ή παράτησε το<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά για λόγο) γρήγορη [[απαγγελία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δρόμῳ διαβάντες τὸν Ἀσωπόν» — βιαστικά<br /><b>3.</b> [[δημόσιος]] [[περίπατος]], [[τόπος]] όπου περιπατούν, [[στοά]]<br /><b>6.</b> (στην Αίγυπτο) λιθόστρωτη [[αυλή]] στολισμένη με Σφίγγες [[μπροστά]] από την είσοδο του ναού<br /><b>7.</b> η [[ορχήστρα]] του διονυσιακού θεάτρου στους Ταραντίνους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔξω, ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι» — παρεκτρέπομαι, πλανιέμαι έξω από τον δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[διδράσκω]]. Η λ. [[δρόμος]] εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>δρομο</i>- ([[πρβλ]]. [[δρομοκόπος]], [[δρομολόγιο]]) και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>δρομος</i> ([[πρβλ]]. [[διάδρομος]], [[ιππόδρομος]], [[περίδρομος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm