3,276,932
edits
m (Text replacement - " »" to "»") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἐλέφας]])<br />μεγάλο φυτοφάγο θηλαστικό με [[προβοσκίδα]] και επιμήκεις άνω κυνόδοντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ογκώδης]] και πολύ [[βαρύς]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θαλάσσιος]] [[ελέφας]]» — η [[φώκια]] με [[προβοσκίδα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελεφαντόδοντο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ελεφαντίαση]]<br /><b>2.</b> πολύτιμο [[πετράδι]]<br /><b>3.</b> [[σκεύος]], («ῥυτὸν τρεῑς χόας χωροῦν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] άγνωστης προελεύσεως που προωτοεμφανίστηκε πιθ. στην [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας [[κατά]] τη 2η [[χιλιετία]], όταν άκμαζε το [[εμπόριο]] του ελεφαντόδοντου. Το τρίγλωσσο [[κείμενο]] του Ras Shamra παραδίδει και χεττ. τ. <i>lahpas</i> «[[δόντι]] (ελέφαντα), [[ελεφαντόδοντο]]», που [[είναι]] [[επίσης]] δάνεια [[λέξη]]. Λόγω της πρώτης συλλαβής ο ελλ. τ. μπορεί να συνδεθεί με το χαμιτ. <i>elu</i> «[[ελέφαντας]]», ενώ ο εν γένει [[σχηματισμός]] του ακολουθεί το [[πρότυπο]] του τ. [[αδάμας]]. Η λ. [[ελέφας]] εισήχθη στη Λατ. με τις μορφές <i>elephas</i> και <i>elephantus</i>, που διαφέρουν από τον λατ. τ. <i>ebur</i>, «[[ελεφαντόδοντο]]» ο [[οποίος]] συνδέεται με αιγυπτ. <i>ā</i><i>bu</i>, κοπτ. <i>εβ</i>(<i>ο</i>)<i>κ</i>, αρχ. ινδ. <i>ibha</i>-. Τέλος, οι νεώτεροι ευρωπαϊκοί τύποι που δηλώνουν αυτό το ζώο ανάγονται στο λατ. <i>elephas</i> ( | |mltxt=ο (ΑΜ [[ἐλέφας]])<br />μεγάλο φυτοφάγο θηλαστικό με [[προβοσκίδα]] και επιμήκεις άνω κυνόδοντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ογκώδης]] και πολύ [[βαρύς]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θαλάσσιος]] [[ελέφας]]» — η [[φώκια]] με [[προβοσκίδα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελεφαντόδοντο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ελεφαντίαση]]<br /><b>2.</b> πολύτιμο [[πετράδι]]<br /><b>3.</b> [[σκεύος]], («ῥυτὸν τρεῑς χόας χωροῦν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια [[λέξη]] άγνωστης προελεύσεως που προωτοεμφανίστηκε πιθ. στην [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας [[κατά]] τη 2η [[χιλιετία]], όταν άκμαζε το [[εμπόριο]] του ελεφαντόδοντου. Το τρίγλωσσο [[κείμενο]] του Ras Shamra παραδίδει και χεττ. τ. <i>lahpas</i> «[[δόντι]] (ελέφαντα), [[ελεφαντόδοντο]]», που [[είναι]] [[επίσης]] δάνεια [[λέξη]]. Λόγω της πρώτης συλλαβής ο ελλ. τ. μπορεί να συνδεθεί με το χαμιτ. <i>elu</i> «[[ελέφαντας]]», ενώ ο εν γένει [[σχηματισμός]] του ακολουθεί το [[πρότυπο]] του τ. [[αδάμας]]. Η λ. [[ελέφας]] εισήχθη στη Λατ. με τις μορφές <i>elephas</i> και <i>elephantus</i>, που διαφέρουν από τον λατ. τ. <i>ebur</i>, «[[ελεφαντόδοντο]]» ο [[οποίος]] συνδέεται με αιγυπτ. <i>ā</i><i>bu</i>, κοπτ. <i>εβ</i>(<i>ο</i>)<i>κ</i>, αρχ. ινδ. <i>ibha</i>-. Τέλος, οι νεώτεροι ευρωπαϊκοί τύποι που δηλώνουν αυτό το ζώο ανάγονται στο λατ. <i>elephas</i> ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>elephant</i>, αγγλ. <i>elephant</i>, γερμ. <i>Elefant</i>). Ο τ. [[ελέφας]] με τη [[μορφή]] <i>ελεφαντο</i>- χρησιμοποιείται ως α' συνθετικό τόσο με [[σημασία]] «[[ελέφαντας]]» ([[πρβλ]]. <i>ελεφαντοθήρας</i>) όσο και με [[σημασία]] «[[ελεφαντόδοντο]]» ([[πρβλ]]. [[ελεφαντουργός]])]. | ||
}} | }} |