Anonymous

είδω: Difference between revisions

From LSJ
7 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἴδω]] (Α)<br />Ι. 1. [[βλέπω]], [[κοιτάζω]], [[διακρίνω]]<br /><b>2.</b> (με [[επίταση]]) [[επιτηρώ]], [[φυλάσσω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>3.</b> [[αντιλαμβάνομαι]]<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>5.</b> [[συναντώ]], [[μιλώ]] με κάποιον<br /><b>6.</b> [[δοκιμάζω]], [[απολαμβάνω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> [[εἴδομαι]]<br />α) [[φαίνομαι]], [[φαίνομαι]] ότι<br />β) [[προσποιούμαι]], καμώνομαι<br /><b>8.</b> [[μοιάζω]] («τῇ μὲν ὲεισαμένη προσεφώνεε δῑ' [[Ἀφροδίτη]]», Ιλ.)<br />II. <b>(παρακμ.)</b> [[οἶδα]]<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]]<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[γνωρίζω]] πώς να πράξω [[κάτι]], έχω τη [[δύναμη]], [[είμαι]] [[ικανός]] («οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν», Ιλ.)<br /><b>3.</b> (με μτχ.) [[γνωρίζω]] πώς έχει το [[πράγμα]] («[[ἴσθι]] μοι [[δώσων]] [[ἄποινα]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[πράγμα]] που γνωρίζει [[κανείς]] προστίθεται [[συχνά]] ως ξεχωριστή [[πρόταση]] με το <i>ὡς</i>, <i>ὅτι</i> («[[οἶδα]] κἀμαυτὴν ὅτι ἀλγῶ</i>», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν [[γνωρίζω]] αν<br /><b>6.</b> [[οἶδα]], [[ἴσθι]]<br />συχνή σε παρενθετική [[χρήση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είδω]] [[είναι]] [[άχρηστος]] ενεστ. [[αντί]] του οποίου χρησιμοποιήθηκε ο ενεστ. <i>ορώ</i>. Ο [[μέσος]] [[θεματικός]] ενεστ. [[είδομαι]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>είδ</i>-<i>ομαι</i>) με τον σιγματικό αόρ. <i>εισάμην</i> μαρτυρούνται παράλληλα με τον αόριστο [[είδον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fιδ</i>-<i>ον</i>) και τον παρακμ. [[οίδα]] ( <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>oίδ</i>-<i>a</i>), με αποκλίνουσα όμως σημ. «[[γνωρίζω]]». Με το [[είδομαι]], το οποίο εμφανίζει αρχαϊκό σχηματισμό δεν υπάρχουν αντίστοιχοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών [[παρά]] μόνο ίσως τα αρχ. ιρλ. <i>ad</i>-<i>feded</i> «διηγόταν», γοτθ. <i>fra</i>-<i>weitan</i> «εκδικούμαι», τα οποία όμως παρουσιάζουν [[μεγάλη]] σημασιολογική [[απόκλιση]]. Αντίθετα το [[είδομαι]] συνδέεται ως [[προς]] τη [[σημασία]] με το ουσ. [[είδος]]. Είναι πιθανόν, [[επομένως]], να σχηματίστηκε υποχωρητικά από το [[είδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σθένω]] <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
|mltxt=[[εἴδω]] (Α)<br />Ι. 1. [[βλέπω]], [[κοιτάζω]], [[διακρίνω]]<br /><b>2.</b> (με [[επίταση]]) [[επιτηρώ]], [[φυλάσσω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>3.</b> [[αντιλαμβάνομαι]]<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>5.</b> [[συναντώ]], [[μιλώ]] με κάποιον<br /><b>6.</b> [[δοκιμάζω]], [[απολαμβάνω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> [[εἴδομαι]]<br />α) [[φαίνομαι]], [[φαίνομαι]] ότι<br />β) [[προσποιούμαι]], καμώνομαι<br /><b>8.</b> [[μοιάζω]] («τῇ μὲν ὲεισαμένη προσεφώνεε δῑ' [[Ἀφροδίτη]]», Ιλ.)<br />II. <b>(παρακμ.)</b> [[οἶδα]]<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]]<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[γνωρίζω]] πώς να πράξω [[κάτι]], έχω τη [[δύναμη]], [[είμαι]] [[ικανός]] («οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν», Ιλ.)<br /><b>3.</b> (με μτχ.) [[γνωρίζω]] πώς έχει το [[πράγμα]] («[[ἴσθι]] μοι [[δώσων]] [[ἄποινα]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[πράγμα]] που γνωρίζει [[κανείς]] προστίθεται [[συχνά]] ως ξεχωριστή [[πρόταση]] με το <i>ὡς</i>, <i>ὅτι</i> («[[οἶδα]] κἀμαυτὴν ὅτι ἀλγῶ</i>», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν [[γνωρίζω]] αν<br /><b>6.</b> [[οἶδα]], [[ἴσθι]]<br />συχνή σε παρενθετική [[χρήση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είδω]] [[είναι]] [[άχρηστος]] ενεστ. [[αντί]] του οποίου χρησιμοποιήθηκε ο ενεστ. <i>ορώ</i>. Ο [[μέσος]] [[θεματικός]] ενεστ. [[είδομαι]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>είδ</i>-<i>ομαι</i>) με τον σιγματικό αόρ. <i>εισάμην</i> μαρτυρούνται παράλληλα με τον αόριστο [[είδον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fιδ</i>-<i>ον</i>) και τον παρακμ. [[οίδα]] ( <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>oίδ</i>-<i>a</i>), με αποκλίνουσα όμως σημ. «[[γνωρίζω]]». Με το [[είδομαι]], το οποίο εμφανίζει αρχαϊκό σχηματισμό δεν υπάρχουν αντίστοιχοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών [[παρά]] μόνο ίσως τα αρχ. ιρλ. <i>ad</i>-<i>feded</i> «διηγόταν», γοτθ. <i>fra</i>-<i>weitan</i> «εκδικούμαι», τα οποία όμως παρουσιάζουν [[μεγάλη]] σημασιολογική [[απόκλιση]]. Αντίθετα το [[είδομαι]] συνδέεται ως [[προς]] τη [[σημασία]] με το ουσ. [[είδος]]. Είναι πιθανόν, [[επομένως]], να σχηματίστηκε υποχωρητικά από το [[είδος]] ([[πρβλ]]. [[σθένω]] <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
}}
}}