δεινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δεινός]], -ή, -όν)<br />Ι. 1. αυτός που προκαλεί [[δέος]], [[φοβερός]] («δεινή [[συμφορά]], [[καταστροφή]] κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ' εἰς ὦπα ἰδέσθαι» — που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο)<br /><b>2.</b> πολύ [[ικανός]], [[δυνατός]] («[[δεινός]] [[κολυμβητής]], [[χορευτής]], [[αντίπαλος]] κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> [[σφοδρός]] (α. «δεινή [[μάχη]], [[σύγκρουση]], [[διαμάχη]] κ.λπ.» β. «δεινὸς [[ἵμερος]]» — [[σφοδρός]] [[πόθος]])<br /><b>4.</b> αυτός που ξεπερνάει το σύνηθες [[μέτρο]] ή τα όρια τών δυνατοτήτων που τον αναγνωρίζουν οι άλλοι<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) [[δεινά]], τα<br />συμφορές<br /><b>μσν.</b><br />[[σοβαρός]], συγκρατημένος («καὶ μετὰ σχήματος δεινοῡ καὶ [[τάχα]] σεμνοτέρου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[δέος]] ανάμικτο με σεβασμό («δεινῆτε καὶ αἰδοίη [[θεός]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει ανώτερες ικανότητες σε [[σχέση]] με τον [[μέσο]] άνθρωπο («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται...»)<br /><b>3.</b> [[πονηρός]], [[δόλιος]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. εν. ως ουσ. <i>το δεινόν</i><br />[[κάτι]] φοβερό, [[συμφορά]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) [[φοβερά]], με τρόπο που εμπνέει φόβο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «δεινόν ἐστι <span style="color: red;">+</span> απαρμφ.» — [[είναι]] φοβερό ή [[είναι]] επικίνδυνο να... β) «δεινὸν ποιοῡμαί τι» — [[θεωρώ]] τρομερό, απαράδεκτο<br />γ) «δεινὰ ποιῶ» — [[μεμψιμοιρώ]], [[παραπονούμαι]]<br />δ) «δεινὸν ή δεινὰ [[πάσχω]]» — [[υφίσταμαι]] αδικίες<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δεινά]] (AM δεινῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο φοβερό<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «δεινῶς ἔχει μοι» ή «δεινῶς ἔχω» — [[υποφέρω]] πολύ, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη [[θέση]]<br /><b>2.</b> «δεινῶς διατίθεμαι» — κυριεύομαι από [[κατάπληξη]], θαυμασμό, φόβο κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δεινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δFει</i>-<i>νος</i>) μπορεί να θεωρηθεί [[είτε]] απευθείας ρηματικό παράγωγο του [[δείδω]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>δFει</i>- «[[φοβάμαι]]») [[είτε]] παράγωγο ενός ένσιγμου θέματος (σε <i>es</i>-) <i>δFείος</i>, το (> [[δέος]]): Ήτοι, <i>δFειεσ</i>-<i>νος</i> > [[δεινός]] (όπως και <i>κλεFεσ</i>-<i>νός</i> (<i>κλέFoς</i>, το) > [[κλεινός]]) με παλαιά [[συναίρεση]]. Η αρχική σημ. της λέξεως ήταν «αυτός που προκαλεί φόβο, [[φοβερός]], [[επίφοβος]]», απ' όπου εξελίχθηκε στη σημ. «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]». Έπειτα η [[έννοια]] «της δυνάμεως» συνδέθηκε με την [[έννοια]] «της ικανότητας» και η λ. κατέληξε να δηλώνει «τον ικανό, τον επιδέξιο, τον έμπειρο σε [[κάτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]]), ιδιαίτερα δε [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], στη [[ρητορική]] [[τέχνη]]. Βλ. και λ. [[δειλός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δεινότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεινάζω]], [[δεινώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δεινολογώ]], [[δεινοπαθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεινοβίης]], [[δεινοεπής]], [[δεινοκάθεκτος]], [[δεινολεχής]], [[δεινοπαθής]], [[δεινοποιώ]], [[δεινόπους]], [[δεινοπροσωπώ]], [[δεινωπός]], [[δεινώψ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δεινολόγος]], [[δεινόμορφος]], [[δεινοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[πάνδεινος]], [[περίδεινος]], [[υπέρδεινος]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δεινός]], -ή, -όν)<br />Ι. 1. αυτός που προκαλεί [[δέος]], [[φοβερός]] («δεινή [[συμφορά]], [[καταστροφή]] κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ' εἰς ὦπα ἰδέσθαι» — που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο)<br /><b>2.</b> πολύ [[ικανός]], [[δυνατός]] («[[δεινός]] [[κολυμβητής]], [[χορευτής]], [[αντίπαλος]] κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> [[σφοδρός]] (α. «δεινή [[μάχη]], [[σύγκρουση]], [[διαμάχη]] κ.λπ.» β. «δεινὸς [[ἵμερος]]» — [[σφοδρός]] [[πόθος]])<br /><b>4.</b> αυτός που ξεπερνάει το σύνηθες [[μέτρο]] ή τα όρια τών δυνατοτήτων που τον αναγνωρίζουν οι άλλοι<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) [[δεινά]], τα<br />συμφορές<br /><b>μσν.</b><br />[[σοβαρός]], συγκρατημένος («καὶ μετὰ σχήματος δεινοῡ καὶ [[τάχα]] σεμνοτέρου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[δέος]] ανάμικτο με σεβασμό («δεινῆτε καὶ αἰδοίη [[θεός]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει ανώτερες ικανότητες σε [[σχέση]] με τον [[μέσο]] άνθρωπο («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται...»)<br /><b>3.</b> [[πονηρός]], [[δόλιος]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. εν. ως ουσ. <i>το δεινόν</i><br />[[κάτι]] φοβερό, [[συμφορά]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) [[φοβερά]], με τρόπο που εμπνέει φόβο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «δεινόν ἐστι <span style="color: red;">+</span> απαρμφ.» — [[είναι]] φοβερό ή [[είναι]] επικίνδυνο να... β) «δεινὸν ποιοῡμαί τι» — [[θεωρώ]] τρομερό, απαράδεκτο<br />γ) «δεινὰ ποιῶ» — [[μεμψιμοιρώ]], [[παραπονούμαι]]<br />δ) «δεινὸν ή δεινὰ [[πάσχω]]» — [[υφίσταμαι]] αδικίες<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δεινά]] (AM δεινῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο φοβερό<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «δεινῶς ἔχει μοι» ή «δεινῶς ἔχω» — [[υποφέρω]] πολύ, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη [[θέση]]<br /><b>2.</b> «δεινῶς διατίθεμαι» — κυριεύομαι από [[κατάπληξη]], θαυμασμό, φόβο κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δεινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δFει</i>-<i>νος</i>) μπορεί να θεωρηθεί [[είτε]] απευθείας ρηματικό παράγωγο του [[δείδω]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>δFει</i>- «[[φοβάμαι]]») [[είτε]] παράγωγο ενός ένσιγμου θέματος (σε <i>es</i>-) <i>δFείος</i>, το (> [[δέος]]): Ήτοι, <i>δFειεσ</i>-<i>νος</i> > [[δεινός]] (όπως και <i>κλεFεσ</i>-<i>νός</i> (<i>κλέFoς</i>, το) > [[κλεινός]]) με παλαιά [[συναίρεση]]. Η αρχική σημ. της λέξεως ήταν «αυτός που προκαλεί φόβο, [[φοβερός]], [[επίφοβος]]», απ' όπου εξελίχθηκε στη σημ. «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]». Έπειτα η [[έννοια]] «της δυνάμεως» συνδέθηκε με την [[έννοια]] «της ικανότητας» και η λ. κατέληξε να δηλώνει «τον ικανό, τον επιδέξιο, τον έμπειρο σε [[κάτι]]» ([[πρβλ]]. [[φοβερός]], [[τρομερός]]), ιδιαίτερα δε [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], στη [[ρητορική]] [[τέχνη]]. Βλ. και λ. [[δειλός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δεινότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεινάζω]], [[δεινώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δεινολογώ]], [[δεινοπαθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεινοβίης]], [[δεινοεπής]], [[δεινοκάθεκτος]], [[δεινολεχής]], [[δεινοπαθής]], [[δεινοποιώ]], [[δεινόπους]], [[δεινοπροσωπώ]], [[δεινωπός]], [[δεινώψ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δεινολόγος]], [[δεινόμορφος]], [[δεινοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[πάνδεινος]], [[περίδεινος]], [[υπέρδεινος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm