3,274,408
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[διφθέρα]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατεργασμένο<br /><b>2.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]] που χρησιμοποιείται για [[γραφή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ διφθέρας ἀναγινώσκειν»<br />(για τους κληρικούς) [[προτροπή]] να διαβάζουν τις ευχές και να ψάλλουν κοιτάζοντας το [[κείμενο]] [[προς]] [[αποφυγή]] σφαλμάτων και παραλείψεων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λεπιδόπτερο της οικογένειας τών νυκτιιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] φτιαγμένο από κατεργασμένο [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]] κατσίκας σε [[αντίθεση]] με τη [[μηλωτή]] ([[δέρμα]] προβάτου)<br /><b>3.</b> [[επενδύτης]], [[κάπα]]<br /><b>4.</b> [[σάκος]] [[δερμάτινος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> δέρματα που χρησίμευαν ως σκηνές<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «διφθέραι χαλκαῑ» — χάλκινες δέλτοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[διφθέρα]] συνδέθηκε με τα [[δέψω]], [[δέφω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>διψτέρα</i>) με [[κώφωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-. Δεν [[είναι]] [[γνωστός]] ο [[σχηματισμός]] της λέξεως. Πιθανό να πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. σε -<i>ᾱ</i>- ενός ουδετέρου σε -(τ)<i>αρ</i> ( | |mltxt=η (AM [[διφθέρα]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατεργασμένο<br /><b>2.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]] που χρησιμοποιείται για [[γραφή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ διφθέρας ἀναγινώσκειν»<br />(για τους κληρικούς) [[προτροπή]] να διαβάζουν τις ευχές και να ψάλλουν κοιτάζοντας το [[κείμενο]] [[προς]] [[αποφυγή]] σφαλμάτων και παραλείψεων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λεπιδόπτερο της οικογένειας τών νυκτιιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] φτιαγμένο από κατεργασμένο [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]] κατσίκας σε [[αντίθεση]] με τη [[μηλωτή]] ([[δέρμα]] προβάτου)<br /><b>3.</b> [[επενδύτης]], [[κάπα]]<br /><b>4.</b> [[σάκος]] [[δερμάτινος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> δέρματα που χρησίμευαν ως σκηνές<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «διφθέραι χαλκαῑ» — χάλκινες δέλτοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[διφθέρα]] συνδέθηκε με τα [[δέψω]], [[δέφω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>διψτέρα</i>) με [[κώφωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-. Δεν [[είναι]] [[γνωστός]] ο [[σχηματισμός]] της λέξεως. Πιθανό να πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. σε -<i>ᾱ</i>- ενός ουδετέρου σε -(τ)<i>αρ</i> ([[πρβλ]]. [[ίκταρ]], [[νέκταρ]] <b>κ.ά.</b>) [[κατά]] το [[ημέρα]], [[ήμαρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[διφθερίας]], [[διφθέρινος]], [[διφθερίς]], <i>διφθερίτις</i>, [[διφθερούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[διφθεροπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διφθεροποιός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |