Anonymous

ενθουσιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνθουσιάζω]], Α και ἐνθουσιῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διεγείρω]], [[μεταδίδω]] ενθουσιασμό («με τα [[λόγια]] του ενθουσίαζε τα πλήθη»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον ιδιαίτερη [[χαρά]] («δεν μέ ενθουσιάζει η [[ιδέα]] σου»)<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ενθουσιασμένος</i><br />αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] ενθουσιασμού ή υπερβολικής ευχαρίστησης («φύγαμε από το [[σπίτι]] του ενθουσιασμένοι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ένθεος]], ενθουσιασμένος ή [[θεόληπτος]], βρίσκομαι σε [[έκσταση]] («ἀλλὰ φύσει τινὶ καὶ ἐνθουσιάζοντες, [[ὥσπερ]] οἱ θεομάντεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἐνθουσιαζόμενος</i><br />[[φρενοβλαβής]], [[μανιακός]], [[παράφρων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ενθουσιάζω]], που απαντά στον [[αττικό]] πεζό λόγο, προήλθε από το [[ενθεάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ένθεος]]) πιθ. [[κατά]] τα ρήματα σε -[[σιάζω]] ([[θυσιάζω]] <b>κ.ά.</b>), ενώ ο τ. <i>ενθουσιάω</i>, -<i>ώ</i> σχηματίστηκε πιθ. [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>ιάω</i>, δηλωτικά ασθένειας ή πάθους. Το -<i>ου</i>- του τ. προήλθε με [[συναίρεση]] του -<i>θεο</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[ένθους]] [[αντί]] [[ένθεος]] στον μτγν. πεζό λόγο. Το ρ. <i>ενθουσιάζομαι</i> σήμαινε στην Αρχαία «εμπνέομαι ή κατέχομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε [[έκσταση]] ή [[κατάσταση]] παραφοράς που προέρχεται από [[πάθος]]». Σήμερα χρησιμοποιείται [[κυρίως]] σε περιπτώσεις υπερβολικής χαράς].
|mltxt=(AM [[ἐνθουσιάζω]], Α και ἐνθουσιῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διεγείρω]], [[μεταδίδω]] ενθουσιασμό («με τα [[λόγια]] του ενθουσίαζε τα πλήθη»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον ιδιαίτερη [[χαρά]] («δεν μέ ενθουσιάζει η [[ιδέα]] σου»)<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ενθουσιασμένος</i><br />αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] ενθουσιασμού ή υπερβολικής ευχαρίστησης («φύγαμε από το [[σπίτι]] του ενθουσιασμένοι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ένθεος]], ενθουσιασμένος ή [[θεόληπτος]], βρίσκομαι σε [[έκσταση]] («ἀλλὰ φύσει τινὶ καὶ ἐνθουσιάζοντες, [[ὥσπερ]] οἱ θεομάντεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἐνθουσιαζόμενος</i><br />[[φρενοβλαβής]], [[μανιακός]], [[παράφρων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ενθουσιάζω]], που απαντά στον [[αττικό]] πεζό λόγο, προήλθε από το [[ενθεάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ένθεος]]) πιθ. [[κατά]] τα ρήματα σε -[[σιάζω]] ([[θυσιάζω]] <b>κ.ά.</b>), ενώ ο τ. <i>ενθουσιάω</i>, -<i>ώ</i> σχηματίστηκε πιθ. [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>ιάω</i>, δηλωτικά ασθένειας ή πάθους. Το -<i>ου</i>- του τ. προήλθε με [[συναίρεση]] του -<i>θεο</i><br />[[πρβλ]]. [[ένθους]] [[αντί]] [[ένθεος]] στον μτγν. πεζό λόγο. Το ρ. <i>ενθουσιάζομαι</i> σήμαινε στην Αρχαία «εμπνέομαι ή κατέχομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε [[έκσταση]] ή [[κατάσταση]] παραφοράς που προέρχεται από [[πάθος]]». Σήμερα χρησιμοποιείται [[κυρίως]] σε περιπτώσεις υπερβολικής χαράς].
}}
}}