3,274,916
edits
(12) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαγγελματία ή στα επαγγέλματα («επαγγελματικά σωματεία», «επαγγελματική [[εκπαίδευση]]», «επαγγελματικό [[επιμελητήριο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ( | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαγγελματία ή στα επαγγέλματα («επαγγελματικά σωματεία», «επαγγελματική [[εκπαίδευση]]», «επαγγελματικό [[επιμελητήριο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>officiel</i> που αργότερα μεταφράστηκε «[[επίσημος]]»). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Περικλή Αργυρόπουλο]. | ||
}} | }} |