Anonymous

εταιρεία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εταιρία]], η (ΑΜ [[ἑταιρεία]] και [[ἑταιρία]], Α ιων. τ. [[ἑταιρηΐη]])<br />[[σύλλογος]], [[κοινοπραξία]], όμιλος ανθρώπων που αποτελούν σύνδεσμο για κάποιο σκοπό (α. «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» β. «Φιλική Εταιρεία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η [[σύμβαση]] με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα υποχρεώνονται αμοιβαία για την [[επιδίωξη]] κοινού σκοπού, και ιδιαίτερα οικονομικού, με κοινές εισφορές (α. «αστική [[εταιρεία]]» β. «εμπορική [[εταιρεία]]»)<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> <b>φρ.</b> «η [[μέθοδος]] της εταιρείας» — ο [[τρόπος]] με τον οποίο υπολογίζεται το [[μερίδιο]] του κέρδους ή της ζημιάς που αναλογεί σε καθέναν από τους συνεταίρους, ανάλογα με το [[κεφάλαιο]] που έχει καταβάλει ο [[καθένας]] από αυτούς και τον χρόνο που παρέμεινε στην [[επιχείρηση]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο)<br /><b>1.</b> [[σώμα]] της αυτοκρατορικής φρουράς που αποτελούσαν [[κυρίως]] ξένοι<br /><b>2.</b> [[σώμα]] ξένων μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φιλική [[σχέση]], [[φιλία]], [[συντροφιά]]<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[πολιτικός]] [[σύλλογος]] με φατριαστικούς σκοπούς<br /><b>3.</b> η πληρωμένη [[πορνεία]], [[ασελγής]], πορνική ζωή<br /><b>4.</b> (για ζώα) [[αγέλη]] («οἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας» — τα βόδια βόσκουν σε αγέλες)<br /><b>5.</b> [[θρησκευτικός]] [[θίασος]], [[σύλλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[εταιρεία]] <span style="color: red;"><</span> [[εταιρείος]]<br />η [[γραφή]] με -<i>ει</i>-, η οποία θεωρείται και ορθότερη, δικαιολογείται από την [[προέλευση]] της λ. ως ουσιαστικοποιημένου θηλ. του αρχ. επιθ. [[εταιρείος]]. Η [[γραφή]] σε -<i>ία</i> προϋποθέτει [[παραγωγή]] της λ. από το [[εταίρος]] ([[εταίρος]] > [[εταιρία]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[κακός]] > [[κακία]].
|mltxt=και [[εταιρία]], η (ΑΜ [[ἑταιρεία]] και [[ἑταιρία]], Α ιων. τ. [[ἑταιρηΐη]])<br />[[σύλλογος]], [[κοινοπραξία]], όμιλος ανθρώπων που αποτελούν σύνδεσμο για κάποιο σκοπό (α. «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» β. «Φιλική Εταιρεία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η [[σύμβαση]] με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα υποχρεώνονται αμοιβαία για την [[επιδίωξη]] κοινού σκοπού, και ιδιαίτερα οικονομικού, με κοινές εισφορές (α. «αστική [[εταιρεία]]» β. «εμπορική [[εταιρεία]]»)<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> <b>φρ.</b> «η [[μέθοδος]] της εταιρείας» — ο [[τρόπος]] με τον οποίο υπολογίζεται το [[μερίδιο]] του κέρδους ή της ζημιάς που αναλογεί σε καθέναν από τους συνεταίρους, ανάλογα με το [[κεφάλαιο]] που έχει καταβάλει ο [[καθένας]] από αυτούς και τον χρόνο που παρέμεινε στην [[επιχείρηση]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο)<br /><b>1.</b> [[σώμα]] της αυτοκρατορικής φρουράς που αποτελούσαν [[κυρίως]] ξένοι<br /><b>2.</b> [[σώμα]] ξένων μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φιλική [[σχέση]], [[φιλία]], [[συντροφιά]]<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[πολιτικός]] [[σύλλογος]] με φατριαστικούς σκοπούς<br /><b>3.</b> η πληρωμένη [[πορνεία]], [[ασελγής]], πορνική ζωή<br /><b>4.</b> (για ζώα) [[αγέλη]] («οἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας» — τα βόδια βόσκουν σε αγέλες)<br /><b>5.</b> [[θρησκευτικός]] [[θίασος]], [[σύλλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[εταιρεία]] <span style="color: red;"><</span> [[εταιρείος]]<br />η [[γραφή]] με -<i>ει</i>-, η οποία θεωρείται και ορθότερη, δικαιολογείται από την [[προέλευση]] της λ. ως ουσιαστικοποιημένου θηλ. του αρχ. επιθ. [[εταιρείος]]. Η [[γραφή]] σε -<i>ία</i> προϋποθέτει [[παραγωγή]] της λ. από το [[εταίρος]] ([[εταίρος]] > [[εταιρία]])<br />[[πρβλ]]. [[κακός]] > [[κακία]].
}}
}}