Anonymous

επίπεδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(13)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[επίπεδος]], -ον)<br />αυτός που έχει ομαλή [[επιφάνεια]], [[χωρίς]] εσοχές ή προεξοχές, [[πεδινός]], [[ομαλός]] («[[γεώδης]] δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων [[ἐπίπεδος]] [[ἄνωθεν]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(γεωμ.)</b> «επίπεδη [[επιφάνεια]]» — η [[επιφάνεια]] [[πάνω]] στην οποία [[προς]] οποιαδήποτε κατεύθυνσή της μπορεί να εφαρμοσθεί απολύτως η [[ευθεία]] [[γραμμή]] ή, με διαφορετική [[διατύπωση]], το [[σχήμα]] που γράφει μία απέρατη [[ευθεία]] που στρέφεται [[γύρω]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει επίπεδες επιφάνειες, [[ισόπεδος]], ισοπεδωμένος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επίπεδο</i><br />α) επίπεδη [[επιφάνεια]]<br />β) [[βαθμίδα]] ή [[στάθμη]] αναπτύξεως («οικονομικό επίπεδο», «βιοτικό επίπεδο» <b>κ.λπ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> κοινωνική ή πνευματική [[βαθμίδα]] (α. «ανώτερο, κατώτερο επίπεδο» β. «άνθρωποι του ίδιου πνευματικού επιπέδου»)<br />δ) [[θέση]] ή [[τάξη]] στη [[διαβάθμιση]] εννοιών, αξιών ή καταστάσεων, [[βαθμίδα]]<br />ε) «επίπεδα σώματος»<br /><b>ανατ.</b> νοητά επίπεδα για την ακριβή [[περιγραφή]] και τον καθορισμό τών οργάνων του σώματος<br /><b>4.</b> «επίπεδη [[τέχνη]]»<br /><b>(ζωγραφ.)</b> η [[τέχνη]] που αναπαριστάνει τα αντικείμενα [[πάνω]] σε ένα και μόνο επίπεδο, [[χωρίς]] [[προοπτική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη γη, στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> (για αριθμό) α) αυτός που παριστάνει μια [[επιφάνεια]], οι αριθμοί 2 και 3 («δύο καὶ [[τρία]] πρῶτοι ἐπίπεδοι, τὰ δὲ [[τέσσαρα]] καὶ [[ἐννέα]] τετράγωνοι», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[τετράγωνος]] ([[αριθμός]])<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτός που κείται [[πάνω]] σε επίπεδη [[επιφάνεια]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίπεδον</i><br />α) το [[δάπεδο]]<br />β) επίπεδη [[επιφάνεια]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἐπιπέδου» — ομαλά, [[χωρίς]] δυσχέρειες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπέδως</i><br />ομαλά, [[χωρίς]] δυσχέρειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] «ἐδαφος, γη» (<b>[[πρβλ]].</b> [[άπεδος]], [[υψίπεδος]], [[χαλκόπεδος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[επίπεδος]], -ον)<br />αυτός που έχει ομαλή [[επιφάνεια]], [[χωρίς]] εσοχές ή προεξοχές, [[πεδινός]], [[ομαλός]] («[[γεώδης]] δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων [[ἐπίπεδος]] [[ἄνωθεν]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(γεωμ.)</b> «επίπεδη [[επιφάνεια]]» — η [[επιφάνεια]] [[πάνω]] στην οποία [[προς]] οποιαδήποτε κατεύθυνσή της μπορεί να εφαρμοσθεί απολύτως η [[ευθεία]] [[γραμμή]] ή, με διαφορετική [[διατύπωση]], το [[σχήμα]] που γράφει μία απέρατη [[ευθεία]] που στρέφεται [[γύρω]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει επίπεδες επιφάνειες, [[ισόπεδος]], ισοπεδωμένος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επίπεδο</i><br />α) επίπεδη [[επιφάνεια]]<br />β) [[βαθμίδα]] ή [[στάθμη]] αναπτύξεως («οικονομικό επίπεδο», «βιοτικό επίπεδο» <b>κ.λπ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> κοινωνική ή πνευματική [[βαθμίδα]] (α. «ανώτερο, κατώτερο επίπεδο» β. «άνθρωποι του ίδιου πνευματικού επιπέδου»)<br />δ) [[θέση]] ή [[τάξη]] στη [[διαβάθμιση]] εννοιών, αξιών ή καταστάσεων, [[βαθμίδα]]<br />ε) «επίπεδα σώματος»<br /><b>ανατ.</b> νοητά επίπεδα για την ακριβή [[περιγραφή]] και τον καθορισμό τών οργάνων του σώματος<br /><b>4.</b> «επίπεδη [[τέχνη]]»<br /><b>(ζωγραφ.)</b> η [[τέχνη]] που αναπαριστάνει τα αντικείμενα [[πάνω]] σε ένα και μόνο επίπεδο, [[χωρίς]] [[προοπτική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη γη, στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> (για αριθμό) α) αυτός που παριστάνει μια [[επιφάνεια]], οι αριθμοί 2 και 3 («δύο καὶ [[τρία]] πρῶτοι ἐπίπεδοι, τὰ δὲ [[τέσσαρα]] καὶ [[ἐννέα]] τετράγωνοι», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[τετράγωνος]] ([[αριθμός]])<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτός που κείται [[πάνω]] σε επίπεδη [[επιφάνεια]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίπεδον</i><br />α) το [[δάπεδο]]<br />β) επίπεδη [[επιφάνεια]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἐπιπέδου» — ομαλά, [[χωρίς]] δυσχέρειες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπέδως</i><br />ομαλά, [[χωρίς]] δυσχέρειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] «ἐδαφος, γη» ([[πρβλ]]. [[άπεδος]], [[υψίπεδος]], [[χαλκόπεδος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}