Anonymous

ευδιάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διάλλακτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>διάλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διάλλακτος</i>].
}}
}}