Anonymous

ευερκής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐερκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]] («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, [[χωρίς]] [[δυνατότητα]] διαφυγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i>, τ. στον οποίο απαντά η λ. [[έρκος]] «[[φραγμός]]» ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφ</i>-<i>ερκής</i>, <i>ομο</i>-<i>ερκής</i>)].
|mltxt=[[εὐερκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]] («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, [[χωρίς]] [[δυνατότητα]] διαφυγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i>, τ. στον οποίο απαντά η λ. [[έρκος]] «[[φραγμός]]» ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. <i>αμφ</i>-<i>ερκής</i>, <i>ομο</i>-<i>ερκής</i>)].
}}
}}