3,274,216
edits
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[βαγγέλιο]], το (ΑΜ [[εὐαγγέλιον]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] ένα από τα [[τέσσερα]] βιβλία στα οποία εξιστορείται ο [[βίος]] και η [[διδασκαλία]] του Χριστού («το [[κατά]] Ματθαίον, [[κατά]] Μάρκον, [[κατά]] Λουκάν, [[κατά]] Ιωάννην Ευαγγέλιον»)<br /><b>2.</b> η [[περικοπή]] ενός από τα [[τέσσερα]] Ευαγγέλια, η οποία διαβάζεται στο [[βήμα]] του ναού από τον ιερέα, [[κατά]] την Ιερά Ακολουθία [[μετά]] τον Απόστολο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τα απόκρυφα Ευαγγέλια» — τα [[κείμενα]] που φέρονται ως βιβλία της Καινής Διαθήκης και τα οποία γράφηκαν κατ' [[απομίμηση]] τών κανονικών Ευαγγελίων, έχουν ψευδείς επιγραφές επιφανών εκκλησιαστικών ονομάτων (όπως το καθ' Εβραίους Ευαγγέλιον, το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, το Εβιωνιτικόν ή τών Δώδεκα αποστόλων <b>κ.ά.</b>) και σώζονται [[κυρίως]] σε αποσπάσματα<br />β) «χαράς ευαγγέλια» — ευχάριστη [[είδηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κήρυγμα]] που υπόσχεται τη [[σωτηρία]] και την [[ευτυχία]] του κόσμου («το [[ευαγγέλιο]] της κοινωνικής ισότητας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αλλουνού παπά [[βαγγέλιο]]» — [[έργο]] που ανήκει στην [[αρμοδιότητα]] κάποιου άλλου<br />β) «τα Δώδεκα Ευαγγέλια» — οι [[δώδεκα]] ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται [[κατά]] τον εσπερινό της Μεγάλης Πέμπτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλή, ευχάριστη [[αγγελία]], χαρμόσυνη [[είδηση]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]], [[δώρο]] για καλή [[αγγελία]], σε αυτόν που έφερνε καλές ειδήσεις<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>εὐαγγέλια</i><br />ευχαριστήρια [[θυσία]] για χαρμόσυνο [[άγγελμα]] («εὐαγγέλια θύειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> η χαρμόσυνη [[είδηση]] της σωτηρίας της ανθρωπότητας με την [[έλευση]] του Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ευαγγέλιον</i> προήλθε από το [[ευάγγελος]] «[[άγγελος]] καλών ειδήσεων», απ' όπου παρήχθησαν και τα [[ευαγγελία]], [[ευαγγελίζομαι]], [[ευαγγελώ]]. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χριστιανικές λέξεις, η λ. <i>ευαγγέλιον</i> [[είναι]] πολύ παλαιότερη ελληνική [[λέξη]]. Απαντά ήδη στον Όμηρο και σήμαινε αρχικώς «τα [[συχαρίκια]]», τα χρήματα που δίνονταν ως [[δώρο]] στον «ευάγγελο» για τις καλές ειδήσεις που έφερνε: Στο <i>ξ</i> της <i>Οδύσσειας</i> ο [[Οδυσσεύς]] αναγγέλλει (ξ 152-153) «ὡς [[νεῖται]] [[Ὀδυσσεύς]]<br />[[εὐαγγέλιον]] δέ μοι ἔστω, / αὐτίκ' [[ἐπεί]] κεν [[κεῖνος]] ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ' ἵκηται» («[[πίσω]] ο [[Οδυσσέας]] θά 'ρθει<br />και δώσε μου τα [[συχαρίκια]] [[τότε]] / που θα τον [[δεις]] φτασμένο [[σπίτι]] του να μπαίνει», μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Στην κλασική Ελληνική η λ. [[κατά]] πληθ. δήλωνε [[σταθερά]] «τα καλά μαντάτα», για τα οποία [[μάλιστα]] γίνονταν και ειδικές θυσίες. Με την εξειδικευμένη χριστιανική σημ. η λ. απαντά αργότερα<br / | |mltxt=και [[βαγγέλιο]], το (ΑΜ [[εὐαγγέλιον]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] ένα από τα [[τέσσερα]] βιβλία στα οποία εξιστορείται ο [[βίος]] και η [[διδασκαλία]] του Χριστού («το [[κατά]] Ματθαίον, [[κατά]] Μάρκον, [[κατά]] Λουκάν, [[κατά]] Ιωάννην Ευαγγέλιον»)<br /><b>2.</b> η [[περικοπή]] ενός από τα [[τέσσερα]] Ευαγγέλια, η οποία διαβάζεται στο [[βήμα]] του ναού από τον ιερέα, [[κατά]] την Ιερά Ακολουθία [[μετά]] τον Απόστολο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τα απόκρυφα Ευαγγέλια» — τα [[κείμενα]] που φέρονται ως βιβλία της Καινής Διαθήκης και τα οποία γράφηκαν κατ' [[απομίμηση]] τών κανονικών Ευαγγελίων, έχουν ψευδείς επιγραφές επιφανών εκκλησιαστικών ονομάτων (όπως το καθ' Εβραίους Ευαγγέλιον, το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, το Εβιωνιτικόν ή τών Δώδεκα αποστόλων <b>κ.ά.</b>) και σώζονται [[κυρίως]] σε αποσπάσματα<br />β) «χαράς ευαγγέλια» — ευχάριστη [[είδηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κήρυγμα]] που υπόσχεται τη [[σωτηρία]] και την [[ευτυχία]] του κόσμου («το [[ευαγγέλιο]] της κοινωνικής ισότητας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αλλουνού παπά [[βαγγέλιο]]» — [[έργο]] που ανήκει στην [[αρμοδιότητα]] κάποιου άλλου<br />β) «τα Δώδεκα Ευαγγέλια» — οι [[δώδεκα]] ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται [[κατά]] τον εσπερινό της Μεγάλης Πέμπτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλή, ευχάριστη [[αγγελία]], χαρμόσυνη [[είδηση]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]], [[δώρο]] για καλή [[αγγελία]], σε αυτόν που έφερνε καλές ειδήσεις<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>εὐαγγέλια</i><br />ευχαριστήρια [[θυσία]] για χαρμόσυνο [[άγγελμα]] («εὐαγγέλια θύειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> η χαρμόσυνη [[είδηση]] της σωτηρίας της ανθρωπότητας με την [[έλευση]] του Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ευαγγέλιον</i> προήλθε από το [[ευάγγελος]] «[[άγγελος]] καλών ειδήσεων», απ' όπου παρήχθησαν και τα [[ευαγγελία]], [[ευαγγελίζομαι]], [[ευαγγελώ]]. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χριστιανικές λέξεις, η λ. <i>ευαγγέλιον</i> [[είναι]] πολύ παλαιότερη ελληνική [[λέξη]]. Απαντά ήδη στον Όμηρο και σήμαινε αρχικώς «τα [[συχαρίκια]]», τα χρήματα που δίνονταν ως [[δώρο]] στον «ευάγγελο» για τις καλές ειδήσεις που έφερνε: Στο <i>ξ</i> της <i>Οδύσσειας</i> ο [[Οδυσσεύς]] αναγγέλλει (ξ 152-153) «ὡς [[νεῖται]] [[Ὀδυσσεύς]]<br />[[εὐαγγέλιον]] δέ μοι ἔστω, / αὐτίκ' [[ἐπεί]] κεν [[κεῖνος]] ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ' ἵκηται» («[[πίσω]] ο [[Οδυσσέας]] θά 'ρθει<br />και δώσε μου τα [[συχαρίκια]] [[τότε]] / που θα τον [[δεις]] φτασμένο [[σπίτι]] του να μπαίνει», μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Στην κλασική Ελληνική η λ. [[κατά]] πληθ. δήλωνε [[σταθερά]] «τα καλά μαντάτα», για τα οποία [[μάλιστα]] γίνονταν και ειδικές θυσίες. Με την εξειδικευμένη χριστιανική σημ. η λ. απαντά αργότερα<br />[[πρβλ]]. Επιστ. [[προς]] Γαλάτας, όπου γράφει ο [[απόστολος]] Παύλος: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ [[εὐαγγέλιον]] τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ [[οὔτε]] ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τέλος, ο [[νεώτερος]] τ. [[βαγγέλιο]] προήλθε με σίγηση του προτονικού φωνήεντος <i>ε</i>- ([[πρβλ]]. [[επάνω]] > [[πάνω]], [[ευρίσκω]] > [[βρίσκω]])]. | ||
}} | }} |