Anonymous

βάλσαμο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μπάλσαμο]] και βάρσαμο, το και [[βάλσαμος]] και βάρσαμος και [[μπάλσαμος]], ο (AM [[βάλσαμον]], το, Α και βάρσαμον, το, Μ και βάρσαμος, ο)<br /><b>1.</b> βαλσαμόδεντρο, [[δέντρο]] με αρωματική [[ρητίνη]] Balsamodendrum opobalsamum<br /><b>2.</b> η [[ρητίνη]] του βαλσάμου, [[φάρμακο]] για τα τραύματα και τους κωλικούς<br /><b>3.</b> (γενικά) αρωματικό [[φυτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φάρμακο]], [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο πιθ. σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>b</i><i>ā</i><i>š</i><i>ā</i><i>m</i>, αραβ. <i>ba š</i><i>ā</i><i>m</i>)].
|mltxt=και [[μπάλσαμο]] και βάρσαμο, το και [[βάλσαμος]] και βάρσαμος και [[μπάλσαμος]], ο (AM [[βάλσαμον]], το, Α και βάρσαμον, το, Μ και βάρσαμος, ο)<br /><b>1.</b> βαλσαμόδεντρο, [[δέντρο]] με αρωματική [[ρητίνη]] Balsamodendrum opobalsamum<br /><b>2.</b> η [[ρητίνη]] του βαλσάμου, [[φάρμακο]] για τα τραύματα και τους κωλικούς<br /><b>3.</b> (γενικά) αρωματικό [[φυτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φάρμακο]], [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο πιθ. σημιτικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. εβρ. <i>b</i><i>ā</i><i>š</i><i>ā</i><i>m</i>, αραβ. <i>ba š</i><i>ā</i><i>m</i>)].
}}
}}