Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰκάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰκάζω]])<br />[[συμπεραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παθ. με [[μέση]] [[σημασία]]) (<i>ει</i>)<i>κάζεται</i><br />μού φαίνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] με [[εικόνα]], φτιάχνω [[ομοίωμα]], [[απεικονίζω]]<br /><b>2.</b> [[παραβάλλω]], [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]] με [[παρομοίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εικάζω]] [[είναι]] μεταβιβαστικό όπως και το λεσβ. <i>εικάσδω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρ. <i>FεFίσκω</i>) πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FεFικάζω</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ ρ. <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]». Δεν [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για μεταρρηματικό ή για μετονοματικό παράγωγο από το θ. της λ. [[εικών]]. Το ρ. [[εικάζω]] και οι συγγενείς [[προς]] αυτό λέξεις σήμαιναν αρχικά «[[εικόνα]], [[ομοιότητα]]», [[κατόπιν]] δε μετέπεσαν στη σημ. «[[σύγκριση]], [[σύνδεση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απεικάζω]], [[προεικάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επεικάζω]], [[κατεικάζω]], [[παρεικάζω]], [[προσεικάζω]], [[συνεικάζω]].
|mltxt=(AM [[εἰκάζω]])<br />[[συμπεραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παθ. με [[μέση]] [[σημασία]]) (<i>ει</i>)<i>κάζεται</i><br />μού φαίνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] με [[εικόνα]], φτιάχνω [[ομοίωμα]], [[απεικονίζω]]<br /><b>2.</b> [[παραβάλλω]], [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]] με [[παρομοίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εικάζω]] [[είναι]] μεταβιβαστικό όπως και το λεσβ. <i>εικάσδω</i> ([[πρβλ]]. ομηρ. <i>FεFίσκω</i>) πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>FεFικάζω</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ ρ. <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]». Δεν [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για μεταρρηματικό ή για μετονοματικό παράγωγο από το θ. της λ. [[εικών]]. Το ρ. [[εικάζω]] και οι συγγενείς [[προς]] αυτό λέξεις σήμαιναν αρχικά «[[εικόνα]], [[ομοιότητα]]», [[κατόπιν]] δε μετέπεσαν στη σημ. «[[σύγκριση]], [[σύνδεση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απεικάζω]], [[προεικάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επεικάζω]], [[κατεικάζω]], [[παρεικάζω]], [[προσεικάζω]], [[συνεικάζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm