Anonymous

εὐήλατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, ο (Α [[εὐήλατος]], -ον)<br />(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός [[πάνω]] στον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ [[πρῶτα]] οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο [[δρόμος]] της αρετής φαίνεται από την [[αρχή]] ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεδίον]] εὐήλατον» — [[πεδιάδα]] κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον [[ἄλφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ήλατον</i>].
|mltxt=-η, ο (Α [[εὐήλατος]], -ον)<br />(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός [[πάνω]] στον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ [[πρῶτα]] οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο [[δρόμος]] της αρετής φαίνεται από την [[αρχή]] ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεδίον]] εὐήλατον» — [[πεδιάδα]] κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον [[ἄλφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ήλατον</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm