Anonymous

εὐαπάτητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[εὐαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο [[εύπιστος]], ο [[ευκολοπίστευτος]], ο [[μωροπίστευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>απατητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[απατώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεξ</i>-[[απάτητος]], <i>δυσεξ</i>-[[απάτητος]]].
|mltxt=-η -ο (Α [[εὐαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο [[εύπιστος]], ο [[ευκολοπίστευτος]], ο [[μωροπίστευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>απατητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[απατώ]]), [[πρβλ]]. <i>ανεξ</i>-[[απάτητος]], <i>δυσεξ</i>-[[απάτητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm