Anonymous

εύοψος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔοψος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] όψα, [[ιδίως]] ψάρια, αυτός που έχει [[αφθονία]] ψαριών<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή παράγει [[πολλά]] βρώματα, φαγώσιμα («ἡ [[θάλασσα]] τῆς γῆς εὐοψοτέρα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όψον</i> «[[τροφή]], [[ψάρι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>οψος</i>, <i>πολύ</i>-<i>οψος</i>].
|mltxt=[[εὔοψος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] όψα, [[ιδίως]] ψάρια, αυτός που έχει [[αφθονία]] ψαριών<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή παράγει [[πολλά]] βρώματα, φαγώσιμα («ἡ [[θάλασσα]] τῆς γῆς εὐοψοτέρα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όψον</i> «[[τροφή]], [[ψάρι]]»), [[πρβλ]]. <i>άν</i>-<i>οψος</i>, <i>πολύ</i>-<i>οψος</i>].
}}
}}