Anonymous

εὔστομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔστομος]], -ον)<br />[[ευφραδής]], [[εύγλωττος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό [[στόμα]] («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ποτήρια) με μεγάλο [[στόμιο]]<br /><b>3.</b> (για [[λιμάνι]]) αυτός που έχει [[μεγάλη]] είσοδο («εὐστόμων ἐπιτύχωμεν λιμένων», Θεοδώρ.)<br /><b>4.</b> (για άλογα) εκείνο που υπομένει εύκολα («εὐστόμους τῷ χαλινῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο<br /><b>6.</b> (για πουλιά) αυτός που κελαηδά [[γλυκά]]<br /><b>7.</b> αυτός που αποφεύγει τις δυσοίωνες λέξεις και τηρεί θρησκευτική [[σιγή]], αυτός που σιωπά («περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω» — γι' αυτά τα πράγματα ας κρατήσω κλειστό το [[στόμα]] μου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «εὔστομ' ἔχε» — σώπα, μη μιλάς<br /><b>9.</b> [[ευχάριστος]] στο [[στόμα]], [[γευστικός]], [[νόστιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐστόμως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με καθαρή [[φωνή]]<br /><b>2.</b> μελωδικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>, [[μεγαλό]]-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔστομος]], -ον)<br />[[ευφραδής]], [[εύγλωττος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό [[στόμα]] («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ποτήρια) με μεγάλο [[στόμιο]]<br /><b>3.</b> (για [[λιμάνι]]) αυτός που έχει [[μεγάλη]] είσοδο («εὐστόμων ἐπιτύχωμεν λιμένων», Θεοδώρ.)<br /><b>4.</b> (για άλογα) εκείνο που υπομένει εύκολα («εὐστόμους τῷ χαλινῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο<br /><b>6.</b> (για πουλιά) αυτός που κελαηδά [[γλυκά]]<br /><b>7.</b> αυτός που αποφεύγει τις δυσοίωνες λέξεις και τηρεί θρησκευτική [[σιγή]], αυτός που σιωπά («περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω» — γι' αυτά τα πράγματα ας κρατήσω κλειστό το [[στόμα]] μου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «εὔστομ' ἔχε» — σώπα, μη μιλάς<br /><b>9.</b> [[ευχάριστος]] στο [[στόμα]], [[γευστικός]], [[νόστιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐστόμως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με καθαρή [[φωνή]]<br /><b>2.</b> μελωδικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>, [[μεγαλό]]-<i>στομος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm