3,252,136
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζυγωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]], που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο [[κοντινός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζυγωτό</i><br /><b>βιολ.</b> το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη [[σύζευξη]] δύο ετερόφυλων γαμετών<br /><b>αρχ.</b><br />(για άρματα, άμαξες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει [[ζυγό]] («ζυγωτών αρμάτων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[κοντινός]]» προέρχεται από το [[ζυγώνω]]<br />το ουδ. της λ. <i>το ζυγωτό</i>, όπως και το [[ζυγώτης]], αποτελούν αντιδάνειες λ., | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ζυγωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]], που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο [[κοντινός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζυγωτό</i><br /><b>βιολ.</b> το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη [[σύζευξη]] δύο ετερόφυλων γαμετών<br /><b>αρχ.</b><br />(για άρματα, άμαξες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει [[ζυγό]] («ζυγωτών αρμάτων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «[[κοντινός]]» προέρχεται από το [[ζυγώνω]]<br />το ουδ. της λ. <i>το ζυγωτό</i>, όπως και το [[ζυγώτης]], αποτελούν αντιδάνειες λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>zygote</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]])<br />ο τ. με την αρχ. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |