3,277,700
edits
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠέριος]], -ίη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πρωινός]], [[αυγινός]] («ἠερίη δ' ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) εκτεθειμένος στον αέρα, [[ευήνεμος]]<br /><b>3.</b> (για πτηνά) αυτός που ζει, που [[πετά]] στον αέρα<br /><b>4.</b> αυτός διά μέσου του οποίου δύσκολα μπορεί να δει [[κανείς]], [[ομιχλώδης]]<br /><b>5.</b> <b>ιων.</b> αυτός που έχει αερώδη [[σύσταση]], που μοιάζει με αέρα<br /><b>6.</b> [[αέρινος]], [[αόρατος]] εξαιτίας της αερώδους συστάσεως του<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἠέριαι ἄγραι» — το [[κυνήγι]] τών άγριων πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[ιωνικός]] τ. του [[αέριος]] «[[ομιχλώδης]], [[αέρινος]]» ανήκει στα παράγωγα του <i>ἀήρ</i>. Με τη [[σημασία]] «[[πρωινός]]» ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο επίρρ. <i>ήερι</i> ( | |mltxt=[[ἠέριος]], -ίη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πρωινός]], [[αυγινός]] («ἠερίη δ' ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) εκτεθειμένος στον αέρα, [[ευήνεμος]]<br /><b>3.</b> (για πτηνά) αυτός που ζει, που [[πετά]] στον αέρα<br /><b>4.</b> αυτός διά μέσου του οποίου δύσκολα μπορεί να δει [[κανείς]], [[ομιχλώδης]]<br /><b>5.</b> <b>ιων.</b> αυτός που έχει αερώδη [[σύσταση]], που μοιάζει με αέρα<br /><b>6.</b> [[αέρινος]], [[αόρατος]] εξαιτίας της αερώδους συστάσεως του<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἠέριαι ἄγραι» — το [[κυνήγι]] τών άγριων πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[ιωνικός]] τ. του [[αέριος]] «[[ομιχλώδης]], [[αέρινος]]» ανήκει στα παράγωγα του <i>ἀήρ</i>. Με τη [[σημασία]] «[[πρωινός]]» ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο επίρρ. <i>ήερι</i> ([[πρβλ]]. το ανθρωπωνύμιο <i>Ηερί</i>-<i>βοια</i> και πιθ. τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια με α' συνθετικό <i>Aeri</i>-), από το οποίο προκύπτει διά συναιρέσεως το επίρρ. <i>ήρι</i> «[[νωρίς]] την [[αυγή]]». Το [[ηέριος]] συνδέεται [[επομένως]] και με το α' συνθετικό <i>αρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αyερι</i>, παράλλ. τ. του <i>ήερι</i> με βραχύ αρχικό φθόγγο) του [[άριστον]](με αρχική [[σημασία]] «πρωινό [[γεύμα]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[ηέριος]] προήλθε από αρχαΐζοντα μεταπλασμό του αμάρτυρου επιθ. <i>ήριος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ήρι</i>) [[κατά]] τα [[ηέλιος]]-[[ήλιος]]. Ο [[μακρός]] [[αρχικός]] [[φθόγγος]] τών <i>ήερι</i>, <i>ήρι</i>, [[ηέριος]] αποδίδεται σε μετρικούς λόγους, δεδομένου ότι οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών έχουν όλοι [[βραχείς]] αρχικούς φθόγγους (<b>βλ. λ.</b> <i>ήρι</i>)]. | ||
}} | }} |