Anonymous

ζω: Difference between revisions

From LSJ
7 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ζῶ, -άω και -ήω<br />Α και ζώω και κρητ. τ. δώω)<br /><b>1.</b> (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, [[υπάρχω]], [[είμαι]] [[ζωντανός]]<br /><b>2.</b> συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα [[προς]] το ζην, [[αποζώ]], διατρέφομαι<br /><b>3.</b> [[διάγω]] τον βίο, [[διαμένω]], [[κατοικώ]], [[περνώ]] τη ζωή μου («ζει στα [[ξένα]]»)<br /><b>4.</b> [[διάγω]] ορισμένο βίο, έχω ορισμένο τρόπο ζωής («ζω φτωχικά»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὕδωρ]] ζῶν» — η [[θεία]] [[αλήθεια]]<br />β) «ζῶ ἐν Χριστῶ» — [[διάγω]], ζω σύμφωνα με τη χριστιανική [[διδασκαλία]]<br />γ) «ὁ υἱὸς τοῦ θεοῡ τοῦ ζῶντος» — ο [[Χριστός]]<br />δ) «τὸ εὖ ζῆν» — η ενάρετη ζωή<br />ε) «τα [[προς]] το ζην» — τα απαιτούμενα, τα απαραίτητα για να ζήσει [[κάποιος]]<br /><b>6.</b> (το έναρθρο απρμφ. ως ουσ.) <i>τὸ ζῆν</i><br />η ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επιτήδειος]], έχω την [[ικανότητα]] να διατηρούμαι στη ζωή<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] ([[θεωρία]], [[δίδαγμα]] <b>κ.λπ.</b>) στη ζωή μου, το [[πραγματοποιώ]] [[κατά]] τη ζωή μου<br /><b>3.</b> [[εφαρμόζω]] στον πρακτικό βίο μια [[ιδέα]] ή [[αρχή]], έναν κανόνα, [[αισθάνομαι]] [[κάτι]] [[εντός]] μου («αυτός τη ζει την [[αγάπη]]»)<br /><b>4.</b> [[αποκτώ]] [[πείρα]] κάποιου πράγματος, [[κατά]] το [[διάστημα]] της ζωής μου, [[υφίσταμαι]] τον αντίκτυπο ορισμένης καταστάσεως<br /><b>5.</b> [[δίνω]] ζωή σε κάποιον<br /><b>6.</b> [[συμβιώνω]], [[συζώ]], [[συνοικώ]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ζώντα μου, σου κ.λπ.» — όσο ή ενώ βρίσκομαι, βρίσκεσαι κ.λπ. στη ζωή<br />β) (ως [[ευχή]], [[παράκληση]] ή [[προτροπή]]) «να ζεις» ή «να ζήσεις» ή «να ζήσει η [[αφεντιά]] σου» κ.λπ.<br />γ) (ως όρκος ή ισχυρή, [[επιβεβαίωση]]) «να ζω» ή «να ζούμε» ή «να ζήσουμε» κ.λπ.<br />μά την [[αλήθεια]], [[αλήθεια]]<br />δ) «ζω με κάποιον» — [[συζώ]] [[παράνομα]], [[συνοικώ]] [[χωρίς]] νόμιμο γάμο<br />ε) «ζει και βασιλεύει» — κυριαρχεί ή ευδαιμονεί<br />στ) «ζει στα σύννεφα» ή «ζει στον Άρη» — ή «πού ζει;» — βρίσκεται έξω από την [[πραγματικότητα]]<br />ζ) «ζει και ζώνεται» — ζει σε πλήρη [[υγεία]]<br />η) «ζει και ζαίνει ή ζένεται» — ζει σε [[αθλιότητα]]<br />θ) «ζώσα [[εκκλησία]]» — μεταρρυθμιστική εκκλησιαστική [[κίνηση]] στη Ρωσία<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «ζήσε Μάη να φας [[τριφύλλι]] και τον Αύγουστο [[σταφύλι]]» — για πράγματα που, ενώ [[είναι]] άμεσης ανάγκης, έρχονται καθυστερημένα<br />(η προστ. ενεστ. ως επιφών.) α) [[ζήτω]]<br />ας ζήσει, ας ζήσουν, [[εύγε]], [[μπράβο]]<br />β) <b>φρ.</b> i) το [[ζήτω]]<br />η [[ζητωκραυγή]] («χαλούσε ο [[κόσμος]] από τα [[ζήτω]]»)<br />ii) «θα μάς φωνάξουν [[ζήτω]]» — θα μάς δεχθούν ενθουσιωδώς<br />iii) «δεν κάνει [[ούτε]] για [[ζήτω]]» — [[είναι]] [[τελείως]] [[ανάξιος]] λόγου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[διατρέφω]], [[συντηρώ]] κάποιον στη ζωή<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναζώ]], ανασταίνομαι<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] ζωή, [[χαίρομαι]]<br /><b>3.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ανακτώ]] τις αισθήσεις μου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ασβέστης]] ζών» — [[άσβηστος]] [[ασβέστης]]<br />β) «[[τροφή]] ζώσα» — ζεστή [[τροφή]]<br />γ) «τὰ ζώντα μου» — η ζωή μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] ζωή, [[διατηρώ]] στη ζωή<br /><b>2.</b> [[είμαι]] σε πλήρη [[ακμή]], [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], [[διαρκώ]]<br /><b>3.</b> (με θρησκευτική ή [[ηθική]] [[έννοια]]) [[υπάρχω]] πραγματικά, [[ισχύω]]<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> [[μετέχω]] στην ουράνια [[βασιλεία]]<br /><b>5.</b> [[διάγω]] πραγματική, ανώτερη ζωή, γεμάτη [[δράση]] ή [[ευτυχία]], [[καλοζώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] απαντά στον Όμηρο ασυναίρετο <i>ζώω</i>, <i>ζώεις</i> κ.λπ. εν αντιθέσει [[προς]] την αττική διάλεκτο, όπου εμφανίζεται συνηρημένο με θ. σε <i>ē</i>: <i>ζω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ζήω</i>), <i>ζῄς</i> κ.λπ. Το θ. <i>ζω</i>- ανάγεται σε IE <i>g</i><sup>w</sup><i>y</i><i>ō</i>-, ενώ το θ. <i>ζη</i>- σε IE <i>g</i><sup>w</sup><i>y</i><i>ē</i>-. Ως αόρ. χρησιμοποιείται ο <i>εβίων</i> ([[σπανίως]] ο <i>έζησα</i>) <span style="color: red;"><</span> IE <i>g</i><sup>w</sup><i>iy</i><i>ō</i>-<i>m</i> με [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο [[ενεστώς]] <i>βιόῳ</i>, -<i>ώ</i>, που σημαίνει «[[διάγω]] τον βίο μου» [[έναντι]] του <i>ζω</i> «[[είμαι]] [[ζωντανός]], [[υπάρχω]] στη ζωή» (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] [[βίος]] και [[υγιής]], τα οποία ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]). Συνδέεται με το αβεστ. <i>jy</i><i>ā</i><i>tu</i>- «ζωή» και τα λατ. <i>v</i><i>ī</i><i>ta</i>, <i>v</i><i>ī</i><i>vere</i> κ.λπ. που εμφανίζουν, εν αντιθέσει [[προς]] τα [[βίος]], <i>εβίων</i>, μακρό [[φωνήεν]] -<i>ῑ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ζωή</i>, <i>ζῴο</i>(<i>ν</i>), [[ζώσιμος]], [[ζωτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζωός]].
|mltxt=(AM ζῶ, -άω και -ήω<br />Α και ζώω και κρητ. τ. δώω)<br /><b>1.</b> (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, [[υπάρχω]], [[είμαι]] [[ζωντανός]]<br /><b>2.</b> συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα [[προς]] το ζην, [[αποζώ]], διατρέφομαι<br /><b>3.</b> [[διάγω]] τον βίο, [[διαμένω]], [[κατοικώ]], [[περνώ]] τη ζωή μου («ζει στα [[ξένα]]»)<br /><b>4.</b> [[διάγω]] ορισμένο βίο, έχω ορισμένο τρόπο ζωής («ζω φτωχικά»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὕδωρ]] ζῶν» — η [[θεία]] [[αλήθεια]]<br />β) «ζῶ ἐν Χριστῶ» — [[διάγω]], ζω σύμφωνα με τη χριστιανική [[διδασκαλία]]<br />γ) «ὁ υἱὸς τοῦ θεοῡ τοῦ ζῶντος» — ο [[Χριστός]]<br />δ) «τὸ εὖ ζῆν» — η ενάρετη ζωή<br />ε) «τα [[προς]] το ζην» — τα απαιτούμενα, τα απαραίτητα για να ζήσει [[κάποιος]]<br /><b>6.</b> (το έναρθρο απρμφ. ως ουσ.) <i>τὸ ζῆν</i><br />η ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επιτήδειος]], έχω την [[ικανότητα]] να διατηρούμαι στη ζωή<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] ([[θεωρία]], [[δίδαγμα]] <b>κ.λπ.</b>) στη ζωή μου, το [[πραγματοποιώ]] [[κατά]] τη ζωή μου<br /><b>3.</b> [[εφαρμόζω]] στον πρακτικό βίο μια [[ιδέα]] ή [[αρχή]], έναν κανόνα, [[αισθάνομαι]] [[κάτι]] [[εντός]] μου («αυτός τη ζει την [[αγάπη]]»)<br /><b>4.</b> [[αποκτώ]] [[πείρα]] κάποιου πράγματος, [[κατά]] το [[διάστημα]] της ζωής μου, [[υφίσταμαι]] τον αντίκτυπο ορισμένης καταστάσεως<br /><b>5.</b> [[δίνω]] ζωή σε κάποιον<br /><b>6.</b> [[συμβιώνω]], [[συζώ]], [[συνοικώ]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ζώντα μου, σου κ.λπ.» — όσο ή ενώ βρίσκομαι, βρίσκεσαι κ.λπ. στη ζωή<br />β) (ως [[ευχή]], [[παράκληση]] ή [[προτροπή]]) «να ζεις» ή «να ζήσεις» ή «να ζήσει η [[αφεντιά]] σου» κ.λπ.<br />γ) (ως όρκος ή ισχυρή, [[επιβεβαίωση]]) «να ζω» ή «να ζούμε» ή «να ζήσουμε» κ.λπ.<br />μά την [[αλήθεια]], [[αλήθεια]]<br />δ) «ζω με κάποιον» — [[συζώ]] [[παράνομα]], [[συνοικώ]] [[χωρίς]] νόμιμο γάμο<br />ε) «ζει και βασιλεύει» — κυριαρχεί ή ευδαιμονεί<br />στ) «ζει στα σύννεφα» ή «ζει στον Άρη» — ή «πού ζει;» — βρίσκεται έξω από την [[πραγματικότητα]]<br />ζ) «ζει και ζώνεται» — ζει σε πλήρη [[υγεία]]<br />η) «ζει και ζαίνει ή ζένεται» — ζει σε [[αθλιότητα]]<br />θ) «ζώσα [[εκκλησία]]» — μεταρρυθμιστική εκκλησιαστική [[κίνηση]] στη Ρωσία<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «ζήσε Μάη να φας [[τριφύλλι]] και τον Αύγουστο [[σταφύλι]]» — για πράγματα που, ενώ [[είναι]] άμεσης ανάγκης, έρχονται καθυστερημένα<br />(η προστ. ενεστ. ως επιφών.) α) [[ζήτω]]<br />ας ζήσει, ας ζήσουν, [[εύγε]], [[μπράβο]]<br />β) <b>φρ.</b> i) το [[ζήτω]]<br />η [[ζητωκραυγή]] («χαλούσε ο [[κόσμος]] από τα [[ζήτω]]»)<br />ii) «θα μάς φωνάξουν [[ζήτω]]» — θα μάς δεχθούν ενθουσιωδώς<br />iii) «δεν κάνει [[ούτε]] για [[ζήτω]]» — [[είναι]] [[τελείως]] [[ανάξιος]] λόγου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[διατρέφω]], [[συντηρώ]] κάποιον στη ζωή<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναζώ]], ανασταίνομαι<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] ζωή, [[χαίρομαι]]<br /><b>3.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ανακτώ]] τις αισθήσεις μου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ασβέστης]] ζών» — [[άσβηστος]] [[ασβέστης]]<br />β) «[[τροφή]] ζώσα» — ζεστή [[τροφή]]<br />γ) «τὰ ζώντα μου» — η ζωή μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] ζωή, [[διατηρώ]] στη ζωή<br /><b>2.</b> [[είμαι]] σε πλήρη [[ακμή]], [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], [[διαρκώ]]<br /><b>3.</b> (με θρησκευτική ή [[ηθική]] [[έννοια]]) [[υπάρχω]] πραγματικά, [[ισχύω]]<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> [[μετέχω]] στην ουράνια [[βασιλεία]]<br /><b>5.</b> [[διάγω]] πραγματική, ανώτερη ζωή, γεμάτη [[δράση]] ή [[ευτυχία]], [[καλοζώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] απαντά στον Όμηρο ασυναίρετο <i>ζώω</i>, <i>ζώεις</i> κ.λπ. εν αντιθέσει [[προς]] την αττική διάλεκτο, όπου εμφανίζεται συνηρημένο με θ. σε <i>ē</i>: <i>ζω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ζήω</i>), <i>ζῄς</i> κ.λπ. Το θ. <i>ζω</i>- ανάγεται σε IE <i>g</i><sup>w</sup><i>y</i><i>ō</i>-, ενώ το θ. <i>ζη</i>- σε IE <i>g</i><sup>w</sup><i>y</i><i>ē</i>-. Ως αόρ. χρησιμοποιείται ο <i>εβίων</i> ([[σπανίως]] ο <i>έζησα</i>) <span style="color: red;"><</span> IE <i>g</i><sup>w</sup><i>iy</i><i>ō</i>-<i>m</i> με [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο [[ενεστώς]] <i>βιόῳ</i>, -<i>ώ</i>, που σημαίνει «[[διάγω]] τον βίο μου» [[έναντι]] του <i>ζω</i> «[[είμαι]] [[ζωντανός]], [[υπάρχω]] στη ζωή» ([[πρβλ]]. [[επίσης]] [[βίος]] και [[υγιής]], τα οποία ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]). Συνδέεται με το αβεστ. <i>jy</i><i>ā</i><i>tu</i>- «ζωή» και τα λατ. <i>v</i><i>ī</i><i>ta</i>, <i>v</i><i>ī</i><i>vere</i> κ.λπ. που εμφανίζουν, εν αντιθέσει [[προς]] τα [[βίος]], <i>εβίων</i>, μακρό [[φωνήεν]] -<i>ῑ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ζωή</i>, <i>ζῴο</i>(<i>ν</i>), [[ζώσιμος]], [[ζωτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζωός]].
}}
}}