Anonymous

θάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> εκπλήσσομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> [[ατενίζω]], [[βλέπω]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. του [[θαέομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θάμεθα</i>, <i>θάσθε</i>, προστ. [[θάεο]] <b>κ.λπ.</b>), στους οποίους το <i>θα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θᾱε</i>(<i>ο</i>) και <i>θᾱη</i>- με [[συναίρεση]]].
|mltxt=[[θάομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> εκπλήσσομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> [[ατενίζω]], [[βλέπω]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. του [[θαέομαι]] ([[πρβλ]]. <i>θάμεθα</i>, <i>θάσθε</i>, προστ. [[θάεο]] <b>κ.λπ.</b>), στους οποίους το <i>θα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θᾱε</i>(<i>ο</i>) και <i>θᾱη</i>- με [[συναίρεση]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm