θρόμβος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θρόμβος]])<br /><b>1.</b> [[πήγμα]] αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, [[μέσα]] σε ένα αιμοφόρο [[αγγείο]] ή στο εσωτερικό της καρδιάς<br /><b>2.</b> [[σταγόνα]], [[στάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στερεά]] που αποτελούνται από [[πολλά]] μόρια σε βώλους, όπως [[είναι]] η [[άσφαλτος]] ή το άτριφτο [[αλάτι]]) όγκος, [[κομμάτι]]<br /><b>2.</b> [[θηλή]], [[ρώγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τεχνικό όρο που ανάγεται σε ΙE <i>dhrombhos</i> και συνδέεται με το [[τρέφω]] <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>dhrebh</i>-, το οποίο αρχικά σήμαινε «[[κάνω]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] να αναπτυχθεί, να μεγαλώσει», [[πράγμα]] που ταιριάζει στο [[θρόμβος]] με σημ. «[[μάζα]] που έχει αυξηθεί». Στη [[ρίζα]] <i>dhrombh</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θρόμβος]]) έχει συμβεί αποδάσυνοη λόγω της υπάρξεως του εκφραστικού έρρινου -<i>m</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[θάμβος]] - <i>ταφείν</i>, [[στρόμβος]] -<i>στρέφειν</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με άλλους ΙΕ τύπους (<b>[[πρβλ]].</b> ισλ. <i>drambr</i> «κλάδοι [[μέσα]] στο [[δάσος]]», αρχ. νορβ. <i>dramb</i> «[[υπερηφάνεια]]» <b>κ.ά.</b>) [[είναι]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρομβούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρομβείον]], [[θρομβίον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρομβάση]], [[θρομβίνη]], [[θρομβώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θρομβοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρομβαγγειίτιδα]], [[θρομβογόνο]], [[θρομβοκινάση]], [[θρομβοφλεβίτιδα]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[θρόμβος]])<br /><b>1.</b> [[πήγμα]] αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, [[μέσα]] σε ένα αιμοφόρο [[αγγείο]] ή στο εσωτερικό της καρδιάς<br /><b>2.</b> [[σταγόνα]], [[στάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στερεά]] που αποτελούνται από [[πολλά]] μόρια σε βώλους, όπως [[είναι]] η [[άσφαλτος]] ή το άτριφτο [[αλάτι]]) όγκος, [[κομμάτι]]<br /><b>2.</b> [[θηλή]], [[ρώγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τεχνικό όρο που ανάγεται σε ΙE <i>dhrombhos</i> και συνδέεται με το [[τρέφω]] <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>dhrebh</i>-, το οποίο αρχικά σήμαινε «[[κάνω]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] να αναπτυχθεί, να μεγαλώσει», [[πράγμα]] που ταιριάζει στο [[θρόμβος]] με σημ. «[[μάζα]] που έχει αυξηθεί». Στη [[ρίζα]] <i>dhrombh</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θρόμβος]]) έχει συμβεί αποδάσυνοη λόγω της υπάρξεως του εκφραστικού έρρινου -<i>m</i>- ([[πρβλ]]. [[θάμβος]] - <i>ταφείν</i>, [[στρόμβος]] -<i>στρέφειν</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με άλλους ΙΕ τύπους ([[πρβλ]]. ισλ. <i>drambr</i> «κλάδοι [[μέσα]] στο [[δάσος]]», αρχ. νορβ. <i>dramb</i> «[[υπερηφάνεια]]» <b>κ.ά.</b>) [[είναι]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρομβούμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρομβείον]], [[θρομβίον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρομβάση]], [[θρομβίνη]], [[θρομβώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θρομβοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρομβαγγειίτιδα]], [[θρομβογόνο]], [[θρομβοκινάση]], [[θρομβοφλεβίτιδα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm